ἡσύχιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1178.png Seite 1178]] ον, = [[ἥσυχος]]; ἡσύχιον δ' ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι Il. 21, 598, ruhig, im Stillen; ἁσύχιος εἰράνα Pind. P. 9, 40. Auch bei Plat. = ruhig, bedächtig, im Ggstz von [[ταχύς]] u. [[ὀξύς]], Charm. 159 d ff, καὶ φρόνιμον [[ἦθος]] Rep. X, 604 e; vgl. τρόπου ἡσυχίου ἐόντα Her. 1, 107; καὶ [[ἀπράγμων]] [[βίος]] Dem. 10, 70; Sp., τὸ ἡσύχιον καὶ σιωπηλόν Plut. Fab. Hax. 1; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης, die Ruhe des Friedens, Thuc. 1, 120. – Adv., ἡσυχίως ἀποκρίνασθαι Plat. Theaet. 179 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1178.png Seite 1178]] ον, = [[ἥσυχος]]; ἡσύχιον δ' ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι Il. 21, 598, ruhig, im Stillen; ἁσύχιος εἰράνα Pind. P. 9, 40. Auch bei Plat. = ruhig, bedächtig, im Ggstz von [[ταχύς]] u. [[ὀξύς]], Charm. 159 d ff, καὶ φρόνιμον [[ἦθος]] Rep. X, 604 e; vgl. τρόπου ἡσυχίου ἐόντα Her. 1, 107; καὶ [[ἀπράγμων]] [[βίος]] Dem. 10, 70; Sp., τὸ ἡσύχιον καὶ σιωπηλόν Plut. Fab. Hax. 1; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης, die Ruhe des Friedens, Thuc. 1, 120. – Adv., ἡσυχίως ἀποκρίνασθαι Plat. Theaet. 179 e.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />paisible, calme, tranquille ; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης THC le calme de la paix.<br />'''Étymologie:''' [[ἥσυχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡσύχιος''': ῠ, Δωρ. ἁσύχ-, ον = [[ἥσυχος]], ἡσύχιον δ’ ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε Ἰλ. Φ. 598· εἰράνα Πίνδ. Π. 9. 40· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, τρόπου ἡσυχίου Ἡρόδ. 1. 107· οὐδ’ ἡσ. ὁ [[σώφρων]] [[βίος]] Πλάτ. Χαρμ. 160Β· τὸ ἡσ. [[ἦθος]] ὁ αὐτ. Πολ. 604Ε· οἱ ἡσύχιοι Ἀντιφῶν 121. 12, Πλάτ. Χαρμ. 159Β· τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης Θουκ. 1. 120. - Ἐπίρρ. -ίως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 438, Πλάτ. Θεαιτ. 179Ε.
|lstext='''ἡσύχιος''': ῠ, Δωρ. ἁσύχ-, ον = [[ἥσυχος]], ἡσύχιον δ’ ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε Ἰλ. Φ. 598· εἰράνα Πίνδ. Π. 9. 40· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, τρόπου ἡσυχίου Ἡρόδ. 1. 107· οὐδ’ ἡσ. ὁ [[σώφρων]] [[βίος]] Πλάτ. Χαρμ. 160Β· τὸ ἡσ. [[ἦθος]] ὁ αὐτ. Πολ. 604Ε· οἱ ἡσύχιοι Ἀντιφῶν 121. 12, Πλάτ. Χαρμ. 159Β· τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης Θουκ. 1. 120. - Ἐπίρρ. -ίως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 438, Πλάτ. Θεαιτ. 179Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />paisible, calme, tranquille ; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης THC le calme de la paix.<br />'''Étymologie:''' [[ἥσυχος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth