ὀϊζυρός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0298.png Seite 298]] att. οἰζυρός, jammervoll, elend, unglücklich; von Menschen, ἅμα τ' [[ὠκύμορος]] καὶ ὀϊζυρὸς περὶ πάντων, Il. 1, 417, oft allgemeines Beiwort der Sterblichen, ὀϊζυροὶ βροτοί, 13, 569 Od. 4, 197; von Sachen, wie [[πόλεμος]], Il. 3, 112, [[γόος]], Od. 8, 540, νύκτες, 11, 182 u. öfter, traurige Nächte; [[κώμη]], ein trauriger Wohnort, Hes. O. 641; Ar. s. unten; ὀϊζυρὴν ἔχοντες διαίτην, Her. 9, 82; Sp. – Adv. ὀϊζυρῶς, Qu. Sm. 3, 363. 481. – Bei Hom. ist υ stets lang, bei Ar. in der dreisylbigen Form immer kurz, Nubb. 645 Vesp. 1504. 1514 Av. 1641 Lys. 948. Daher heißt wohl der compar. bei Hom. unregelmäßig ὀϊζυρώτερον, Il. 17, 446, wie der superl. ὀϊζυρώτατος, Od. 5, 105.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0298.png Seite 298]] att. οἰζυρός, jammervoll, elend, unglücklich; von Menschen, ἅμα τ' [[ὠκύμορος]] καὶ ὀϊζυρὸς περὶ πάντων, Il. 1, 417, oft allgemeines Beiwort der Sterblichen, ὀϊζυροὶ βροτοί, 13, 569 Od. 4, 197; von Sachen, wie [[πόλεμος]], Il. 3, 112, [[γόος]], Od. 8, 540, νύκτες, 11, 182 u. öfter, traurige Nächte; [[κώμη]], ein trauriger Wohnort, Hes. O. 641; Ar. s. unten; ὀϊζυρὴν ἔχοντες διαίτην, Her. 9, 82; Sp. – Adv. ὀϊζυρῶς, Qu. Sm. 3, 363. 481. – Bei Hom. ist υ stets lang, bei Ar. in der dreisylbigen Form immer kurz, Nubb. 645 Vesp. 1504. 1514 Av. 1641 Lys. 948. Daher heißt wohl der compar. bei Hom. unregelmäßig ὀϊζυρώτερον, Il. 17, 446, wie der superl. ὀϊζυρώτατος, Od. 5, 105.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />lamentable, pénible;<br /><i>Cp.</i> οἰζυρώτερος, <i>Sp.</i> οἰζυρώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[οἰζύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀϊζῡρός''': Ἀττ. οἰζῠρός, (ὡς τρισύλλ., ἴδε ἐν τέλ.), ά, όν· - [[ἄθλιος]], ἀξιολύπητος, [[ἀξιοδάκρυτος]], [[ἐλεεινός]], παρ’ Ὁμ., τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων· [[ὡσαύτως]] ὡς γενικὸν ἐπίθετον τῶν θνητῶν, Ἄρης ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῖσι βροτοῖσιν Ἰλ. Ν. 569, πρβλ. Ὀδ. Δ. 197· σπανιώτερον ἐπὶ ἐνεργειῶν, καταστάσεων, κτλ. [[κοπιώδης]], [[ἀνιαρός]], [[χαλεπός]], παύσασθαι ὀϊζυροῦ πολέμοιο Ἰλ. Γ. 112· παύσατ’ ὀϊζυροῖο γόοιο Ὀδ. Θ. 540· νύκτες ὀϊζυραὶ Λ. 182, κτλ· [[ὡσαύτως]], [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]], [[ἐλεινός]], [[κώμη]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 637· ὀϊζυρὴν ἔχει δίαιταν Ἡρόδ. 9. 82· πρβλ. [[ὀΐζυος]]· - Ἐπίρρ. -ρῶς, Κόϊντ. Σμ. 3. 363.<br />Ἄχρηστον παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ τοῖς δοκίμοις τῶν πεζῶν. [Ἄν καὶ [[πάντοτε]] ὁ Ὅμ. ἔχει ῡ, [[ὅμως]] σχηματίζει τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ὀϊζῡρώτερος, -ώτατος, ἀντὶ -ότερος, -ότατος, ὡς κακοξεινώτερος, λᾱρώτατος, Ἰλ. Ρ. 446, Ὀδ. Ε. 105˙ ― ὁ Ἀριστοφ. ἀείποτε ἔχει οἰζῠρός, Νεφ. 655, Ὄρν. 1641, Σφ. 1504, 1514, Λυσ. 948, ― ἡ [[ποσότης]] αὕτη ἰδιάζει [[ἴσως]] εἰς τὸν τρισύλλ. τύπον.]
|lstext='''ὀϊζῡρός''': Ἀττ. οἰζῠρός, (ὡς τρισύλλ., ἴδε ἐν τέλ.), ά, όν· - [[ἄθλιος]], ἀξιολύπητος, [[ἀξιοδάκρυτος]], [[ἐλεεινός]], παρ’ Ὁμ., τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων· [[ὡσαύτως]] ὡς γενικὸν ἐπίθετον τῶν θνητῶν, Ἄρης ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῖσι βροτοῖσιν Ἰλ. Ν. 569, πρβλ. Ὀδ. Δ. 197· σπανιώτερον ἐπὶ ἐνεργειῶν, καταστάσεων, κτλ. [[κοπιώδης]], [[ἀνιαρός]], [[χαλεπός]], παύσασθαι ὀϊζυροῦ πολέμοιο Ἰλ. Γ. 112· παύσατ’ ὀϊζυροῖο γόοιο Ὀδ. Θ. 540· νύκτες ὀϊζυραὶ Λ. 182, κτλ· [[ὡσαύτως]], [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]], [[ἐλεινός]], [[κώμη]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 637· ὀϊζυρὴν ἔχει δίαιταν Ἡρόδ. 9. 82· πρβλ. [[ὀΐζυος]]· - Ἐπίρρ. -ρῶς, Κόϊντ. Σμ. 3. 363.<br />Ἄχρηστον παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ τοῖς δοκίμοις τῶν πεζῶν. [Ἄν καὶ [[πάντοτε]] ὁ Ὅμ. ἔχει ῡ, [[ὅμως]] σχηματίζει τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ὀϊζῡρώτερος, -ώτατος, ἀντὶ -ότερος, -ότατος, ὡς κακοξεινώτερος, λᾱρώτατος, Ἰλ. Ρ. 446, Ὀδ. Ε. 105˙ ― ὁ Ἀριστοφ. ἀείποτε ἔχει οἰζῠρός, Νεφ. 655, Ὄρν. 1641, Σφ. 1504, 1514, Λυσ. 948, ― ἡ [[ποσότης]] αὕτη ἰδιάζει [[ἴσως]] εἰς τὸν τρισύλλ. τύπον.]
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />lamentable, pénible;<br /><i>Cp.</i> οἰζυρώτερος, <i>Sp.</i> οἰζυρώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[οἰζύς]].
}}
}}
{{grml
{{grml