δασύς: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=εῖα, ύ;<br /><b>I.</b> touffu :<br /><b>1</b> velu, poilu;<br /><b>2</b> chevelu;<br /><b>3</b> barbu;<br /><b>4</b> feuillu, couvert de feuilles;<br /><b>5</b> couvert d'arbres, boisé : [[γῆ]] δασέη ὕλῃ παντοίῃ HDT terre couverte d'arbres de toute sorte ; <i>rar. avec le gén.</i> δασὺς παντοίων δένδρων XÉN couvert d'arbres de toute sorte ; <i>abs.</i> τὸ δασύ XÉN pays boisé;<br /><b>II.</b> <i>p. ext. de</i>nse, épais;<br /><b>III.</b> <i>t. de gramm.</i> rude <i>ou</i> aspiré (son) ; δασὺ [[πνεῦμα]] esprit rude ; ἡ δασεῖα ([[προσῳδία]]) l'esprit rude ; [[τὰ δασέα]] (γράμματα) les consonnes aspirées (φχθ).<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> densus.
|btext=εῖα, ύ;<br /><b>I.</b> touffu :<br /><b>1</b> velu, poilu;<br /><b>2</b> chevelu;<br /><b>3</b> barbu;<br /><b>4</b> feuillu, couvert de feuilles;<br /><b>5</b> couvert d'arbres, boisé : [[γῆ]] δασέη ὕλῃ παντοίῃ HDT terre couverte d'arbres de toute sorte ; <i>rar. avec le gén.</i> δασὺς παντοίων δένδρων XÉN couvert d'arbres de toute sorte ; <i>abs.</i> τὸ δασύ XÉN pays boisé;<br /><b>II.</b> <i>p. ext. de</i>nse, épais;<br /><b>III.</b> <i>t. de gramm.</i> rude <i>ou</i> aspiré (son) ; δασὺ [[πνεῦμα]] esprit rude ; ἡ δασεῖα ([[προσῳδία]]) l'esprit rude ; [[τὰ δασέα]] (γράμματα) les consonnes aspirées (φχθ).<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> densus.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δᾰσύς''': εῖα, ύ· Ἰων. θηλ. [[δασέα]] Ἡρόδ. 3. 32 (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ἀντίθετ. τῷ ψιλὸς ὑπὸ πᾶσαν ἔννοιαν. Ι. ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν πυκνότριχα, δασεῖαν, 1) ὁ κατακεκαλυμμένος διὰ τριχῶν, [[τριχώδης]], [[πυκνόθριξ]], [[τραχύς]], δέρμα… μέγα καὶ δασὺ Ὀδ. Ξ. 51· δ. γενέσθαι, ἐπὶ τῶν φαλακρῶν, ἀνακτῶμαι τὴν κόμην, Ἱππ. Ἀφ. 1257· ἐπὶ λαγιδέων, χνουδωτός, Ἡρόδ. 3. 108· γέρρα [[δασέα]] βοῶν ἢ βοῶν δασειῶν ὠμοβόϊνα, ἀσπίδες ἐκ δέρματος φέροντος καὶ τὴν [[τρίχα]], Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22., 5. 4, 12. ―Ἐπίρρ., δασέως ἔχειν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 39. 2) [[πυκνόφυλλος]], Ὀδ. Ξ. 49· [[θρίδαξ]] [[δασέα]], ἀντίθ. τῷ παρατετιλμένη, Ἡρόδ. 3. 32· ― ἐπὶ τόπων, πυκνῶς κατειλημμένος ἐκ θάμνων, δένδρων, κτλ., ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 191, πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 280· διὰ… τῶν δασέων, διὰ μέσου τῶν δασῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 325· ἢ μ. δοτ. τρόπου, δ. ὕλῃ παντοίῃ Ἡρόδ. 4. 21· ἴδῃσι [[αὐτόθι]] 109· ἐλαίαις Λυσ. 109. 3· σπαν. μετὰ γεν., δ. παντοίων δένδρων Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14· ― τὸ δασύ, [[δασώδης]] [[χώρα]], ὁ αὐτ. 4. 7, 7. 3) [[καθόλου]], [[τραχύς]], [[πυκνός]], νεφέλαι Διόδ. 3. 45. ΙΙ. ἔχων δασὺ [[πνεῦμα]], Ἀριστ. π. Ἀκουσμ. 70, καὶ Γραμμ., ἰδίως ἐν τῷ ἐπιρρ. –έως· ἡ δασεῖα(ἐνν. [[προσῳδία]]), τὸ δασὺ [[πνεῦμα]], Σέλευκ. παρ’ Ἀθήν. 398Α, κτλ. (Πιθ. ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] ἦτο δασυλός, πρβλ. [[ἡδύλος]] [[ἡδύς]], παχυλὸς [[παχύς]]· [[ὥστε]] θὰ παράγηται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς καὶ τὸ δαυλός· συγγενεύει [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ Λατ. densus, ὡς τὸ [[βάθος]] πρὸς τὸ [[βένθος]]· [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] συγγενὲς τῷ [[λάσιος]], ἴδε Δδ ΙΙ. 6.) ― Συγκρ. δασύτερος, ὑπερθ. δασύτατος.
|elnltext=δασύς [[δασεῖα]], [[δασύ]] dicht opeen:. ῥῶπας δ’ ὑπέχευε δασείας hij strooide er een dikke laag takken onder Od. 14.49. dicht begroeid:; γῆν... πᾶσαν δασέαν ὕλῃ παντοίῃ het hele land dicht begroeid met allerlei bomen Hdt. 4.21; δασέα... ἐλάαις dicht begroeid met olijfbomen Lys. 7.7; subst. τὸ δασύ struweel, kreupelhout, bosjes:. διὰ... τῶν δασέων door de bosjes Aristoph. Nub. 325. behaard:. δέρμα... ἀγρίου αἰγός,... μέγα καὶ δασύ de huid van een wilde geit, groot en behaard Od. 14.51; γέρρα... δασειῶν βοῶν schilden van ruige runderhuiden Xen. An. 4.7.22. geneesk. troebel.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰσύς:''' [[δασεῖα|δᾰσεῖα]] (ион. [[δασέη|δᾰσέη]] и [[δασέα|δᾰσέα]]), [[δασύ|δᾰσύ]]<br /><b class="num">1)</b> [[густо обросший]], [[волосатый]] (μασχάλαι Arph.; [[κεφαλή]], σιαγόνες Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[мохнатый]], [[косматый]], [[пушистый]] ([[δέρμα]] αἰγός Hom.; χειρίδες, γέρρα [[βοῶν]] Xen.; [[ἱμάτιον]] Diog. L.);<br /><b class="num">3)</b> [[ветвистый]], [[густолиственный]] ([[ῥῶπες]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[густой]], [[пышный]] ([[θρῖδαξ]] Her.; [[στέφανος]] Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[густо поросший]] (γῆ ὕλῃ Her.; ποταμὸς δ. [[δένδρεσι]], [[но παράδεισος]] δ. δένδρων Xen.; ὕλαις [[ὁδός]] Plut.): πολλὰ δασέα ὄντα ἐλαίαις Lys. много масличных рощ;<br /><b class="num">6)</b> [[лесистый]] ([[χωρίον]] Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> [[густой]], [[плотный]] (νεφέλαι Diod.);<br /><b class="num">8)</b> грам. [[густой]], [[аспирированный]] (φωναί Arst.): [[πνεῦμα δασύ]] Sext. [[густое]] придыхание.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''δᾰσύς:'''[[δασεῖα]], [[δασύ]], Ιων. θηλ. [[δασέα]], αντίθ. προς το [[ψιλός]] με όλες τις σημασίες:<br /><b class="num">1.</b> [[πυκνότριχος]], [[μαλλιαρός]], [[τριχωτός]], [[δασύτριχος]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για νεαρούς λαγούς, [[χνουδωτός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με πυκνό [[φύλλωμα]], [[πυκνόφυλλος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[θρίδαξ]] [[δασέα]], [[μαρούλι]] που έχει όλα του τα φύλλα, σε Ηρόδ.· λέγεται για τόπους, αυτοί που έχουν πυκνή [[βλάστηση]] γεμάτη από θάμνους ή δέντρα, [[δασώδης]], [[δασωτός]], [[δασόφυτος]], στον ίδ.· διὰ [[τῶν]] δασέων, διαμέσου των δασών, σε Αριστοφ.· <i>δ. ὕλῃ</i>, πυκνόφυτος με δεντρύλλια υλοτομίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με γεν., <i>δασὺς δένδρων</i>, σε Ξεν.· <i>τὸ δασύ</i>, [[δασώδης]] [[χώρα]], στον ίδ.
|lsmtext='''δᾰσύς:'''[[δασεῖα]], [[δασύ]], Ιων. θηλ. [[δασέα]], αντίθ. προς το [[ψιλός]] με όλες τις σημασίες:<br /><b class="num">1.</b> [[πυκνότριχος]], [[μαλλιαρός]], [[τριχωτός]], [[δασύτριχος]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για νεαρούς λαγούς, [[χνουδωτός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με πυκνό [[φύλλωμα]], [[πυκνόφυλλος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[θρίδαξ]] [[δασέα]], [[μαρούλι]] που έχει όλα του τα φύλλα, σε Ηρόδ.· λέγεται για τόπους, αυτοί που έχουν πυκνή [[βλάστηση]] γεμάτη από θάμνους ή δέντρα, [[δασώδης]], [[δασωτός]], [[δασόφυτος]], στον ίδ.· διὰ [[τῶν]] δασέων, διαμέσου των δασών, σε Αριστοφ.· <i>δ. ὕλῃ</i>, πυκνόφυτος με δεντρύλλια υλοτομίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με γεν., <i>δασὺς δένδρων</i>, σε Ξεν.· <i>τὸ δασύ</i>, [[δασώδης]] [[χώρα]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δᾰσύς:''' [[δασεῖα|δᾰσεῖα]] (ион. [[δασέη|δᾰσέη]] и [[δασέα|δᾰσέα]]), [[δασύ|δᾰσύ]]<br /><b class="num">1)</b> [[густо обросший]], [[волосатый]] (μασχάλαι Arph.; [[κεφαλή]], σιαγόνες Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[мохнатый]], [[косматый]], [[пушистый]] ([[δέρμα]] αἰγός Hom.; χειρίδες, γέρρα [[βοῶν]] Xen.; [[ἱμάτιον]] Diog. L.);<br /><b class="num">3)</b> [[ветвистый]], [[густолиственный]] ([[ῥῶπες]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[густой]], [[пышный]] ([[θρῖδαξ]] Her.; [[στέφανος]] Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[густо поросший]] (γῆ ὕλῃ Her.; ποταμὸς δ. [[δένδρεσι]], [[но παράδεισος]] δ. δένδρων Xen.; ὕλαις [[ὁδός]] Plut.): πολλὰ δασέα ὄντα ἐλαίαις Lys. много масличных рощ;<br /><b class="num">6)</b> [[лесистый]] ([[χωρίον]] Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> [[густой]], [[плотный]] (νεφέλαι Diod.);<br /><b class="num">8)</b> грам. [[густой]], [[аспирированный]] (φωναί Arst.): [[πνεῦμα δασύ]] Sext. [[густое]] придыхание.
|lstext='''δᾰσύς''': εῖα, ύ· Ἰων. θηλ. [[δασέα]] Ἡρόδ. 3. 32 (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ἀντίθετ. τῷ ψιλὸς ὑπὸ πᾶσαν ἔννοιαν. Ι. ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν πυκνότριχα, δασεῖαν, 1) ὁ κατακεκαλυμμένος διὰ τριχῶν, [[τριχώδης]], [[πυκνόθριξ]], [[τραχύς]], δέρμα… μέγα καὶ δασὺ Ὀδ. Ξ. 51· δ. γενέσθαι, ἐπὶ τῶν φαλακρῶν, ἀνακτῶμαι τὴν κόμην, Ἱππ. Ἀφ. 1257· ἐπὶ λαγιδέων, χνουδωτός, Ἡρόδ. 3. 108· γέρρα [[δασέα]] βοῶν ἢ βοῶν δασειῶν ὠμοβόϊνα, ἀσπίδες ἐκ δέρματος φέροντος καὶ τὴν [[τρίχα]], Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22., 5. 4, 12. ―Ἐπίρρ., δασέως ἔχειν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 39. 2) [[πυκνόφυλλος]], Ὀδ. Ξ. 49· [[θρίδαξ]] [[δασέα]], ἀντίθ. τῷ παρατετιλμένη, Ἡρόδ. 3. 32· ― ἐπὶ τόπων, πυκνῶς κατειλημμένος ἐκ θάμνων, δένδρων, κτλ., ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 191, πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 280· διὰ… τῶν δασέων, διὰ μέσου τῶν δασῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 325· ἢ μ. δοτ. τρόπου, δ. ὕλῃ παντοίῃ Ἡρόδ. 4. 21· ἴδῃσι [[αὐτόθι]] 109· ἐλαίαις Λυσ. 109. 3· σπαν. μετὰ γεν., δ. παντοίων δένδρων Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14· ― τὸ δασύ, [[δασώδης]] [[χώρα]], ὁ αὐτ. 4. 7, 7. 3) [[καθόλου]], [[τραχύς]], [[πυκνός]], νεφέλαι Διόδ. 3. 45. ΙΙ. ἔχων δασὺ [[πνεῦμα]], Ἀριστ. π. Ἀκουσμ. 70, καὶ Γραμμ., ἰδίως ἐν τῷ ἐπιρρ. –έως· ἡ δασεῖα(ἐνν. [[προσῳδία]]), τὸ δασὺ [[πνεῦμα]], Σέλευκ. παρ’ Ἀθήν. 398Α, κτλ. (Πιθ. ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] ἦτο δασυλός, πρβλ. [[ἡδύλος]] [[ἡδύς]], παχυλὸς [[παχύς]]· [[ὥστε]] θὰ παράγηται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς καὶ τὸ δαυλός· συγγενεύει [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ Λατ. densus, ὡς τὸ [[βάθος]] πρὸς τὸ [[βένθος]]· [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] συγγενὲς τῷ [[λάσιος]], ἴδε Δδ ΙΙ. 6.) ― Συγκρ. δασύτερος, ὑπερθ. δασύτατος.
}}
{{elnl
|elnltext=δασύς [[δασεῖα]], [[δασύ]] dicht opeen:. ῥῶπας δ’ ὑπέχευε δασείας hij strooide er een dikke laag takken onder Od. 14.49. dicht begroeid:; γῆν... πᾶσαν δασέαν ὕλῃ παντοίῃ het hele land dicht begroeid met allerlei bomen Hdt. 4.21; δασέα... ἐλάαις dicht begroeid met olijfbomen Lys. 7.7; subst. τὸ δασύ struweel, kreupelhout, bosjes:. διὰ... τῶν δασέων door de bosjes Aristoph. Nub. 325. behaard:. δέρμα... ἀγρίου αἰγός,... μέγα καὶ δασύ de huid van een wilde geit, groot en behaard Od. 14.51; γέρρα... δασειῶν βοῶν schilden van ruige runderhuiden Xen. An. 4.7.22. geneesk. troebel.
}}
}}
{{etym
{{etym