καλχαίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=avoir la couleur foncée de la pourpre ; <i>abs.</i> avoir une teinte sombre ; <i>fig.</i> être sombre, être plongé dans des réflexions ; [[τι]], méditer profondément qch.<br />'''Étymologie:''' [[κάλχη]].
|btext=avoir la couleur foncée de la pourpre ; <i>abs.</i> avoir une teinte sombre ; <i>fig.</i> être sombre, être plongé dans des réflexions ; [[τι]], méditer profondément qch.<br />'''Étymologie:''' [[κάλχη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καλχαίνω''': ([[κάλχη]]) [[κυρίως]], [[κάμνω]] τι πορφυροῦν. ― Παθ., εἶμαι [[πορφυροῦς]], Νικ. Θ. 641. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Ὁμηρικὸν [[πορφύρω]] (πρβλ. [[Κάλχας]]), [[κάμνω]] τι σκοτεινὸν καὶ ταραχῶδες ὅμοιον πρὸς τὴν τρικυμιώδη θάλασσαν, [[σκέπτομαι]] ἢ [[ἐξετάζω]] τι κατὰ [[βάθος]], Λατ. volutare, καλ. [[ἔπος]] Σοφ. Ἀντ. 20· [[ἀμφί]] τινι Εὐρ. Ἡρακλ. 40· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, λέκτρων στερηθείς, ὧν ἐκάλχαινε τυχεῖν Λυκόφρ. 1457.
|elnltext=καλχαίνω [κάλχη: purperslak; vgl. πορφύρω] peinzen, piekeren, bezorgd zijn:. δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσ’ ἔπος het is namelijk duidelijk dat jij piekert over wat je gaat zeggen Soph. Ant. 20; ἐγὼ μὲν ἀμφὶ τοῖσδε καλχαίνων τέκνοις ik ben bezorgd om deze kinderen Eur. Hcld. 40.
}}
{{elru
|elrutext='''καλχαίνω:''' [[быть омраченным]], [[быть озабоченным]] (ἀμφὶ τοῖς τέκνοις Eur.): δηλοῖς τι καλχαίνουσα [[ἔπος]] Soph. ты, кажется, чем-то взволнована.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καλχαίνω:''' ([[κάλχη]]), [[κυρίως]], κάνω [[κάτι]] βυσσινί, πορφυρό· μεταφ., [[καθιστώ]] [[κάτι]] σκοτεινό και το [[αναταράζω]] όπως τη φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]], [[συλλογίζομαι]], [[ζυγιάζω]] με το νου εις [[βάθος]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''καλχαίνω:''' ([[κάλχη]]), [[κυρίως]], κάνω [[κάτι]] βυσσινί, πορφυρό· μεταφ., [[καθιστώ]] [[κάτι]] σκοτεινό και το [[αναταράζω]] όπως τη φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]], [[συλλογίζομαι]], [[ζυγιάζω]] με το νου εις [[βάθος]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καλχαίνω:''' [[быть омраченным]], [[быть озабоченным]] (ἀμφὶ τοῖς τέκνοις Eur.): δηλοῖς τι καλχαίνουσα [[ἔπος]] Soph. ты, кажется, чем-то взволнована.
|lstext='''καλχαίνω''': ([[κάλχη]]) [[κυρίως]], [[κάμνω]] τι πορφυροῦν. ― Παθ., εἶμαι [[πορφυροῦς]], Νικ. Θ. 641. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Ὁμηρικὸν [[πορφύρω]] (πρβλ. [[Κάλχας]]), [[κάμνω]] τι σκοτεινὸν καὶ ταραχῶδες ὅμοιον πρὸς τὴν τρικυμιώδη θάλασσαν, [[σκέπτομαι]] ἢ [[ἐξετάζω]] τι κατὰ [[βάθος]], Λατ. volutare, καλ. [[ἔπος]] Σοφ. Ἀντ. 20· [[ἀμφί]] τινι Εὐρ. Ἡρακλ. 40· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, λέκτρων στερηθείς, ὧν ἐκάλχαινε τυχεῖν Λυκόφρ. 1457.
}}
{{elnl
|elnltext=καλχαίνω [κάλχη: purperslak; vgl. πορφύρω] peinzen, piekeren, bezorgd zijn:. δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσ’ ἔπος het is namelijk duidelijk dat jij piekert over wat je gaat zeggen Soph. Ant. 20; ἐγὼ μὲν ἀμφὶ τοῖσδε καλχαίνων τέκνοις ik ben bezorgd om deze kinderen Eur. Hcld. 40.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj