3,274,399
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />pur, propre.<br />'''Étymologie:''' [[καθαρός]]. | |btext=ος, ον :<br />pur, propre.<br />'''Étymologie:''' [[καθαρός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καθάρειος en καθάριος -ον [καθαρός] keurig, schoon:; καθάριοι περὶ ὄψιν keurige verschijningen Aristot. Rh. 1381b 1; adv.: καθαρείως ἐγχέουσιν zij schenken in zonder te morsen Xen. Cyr. 1.3.8. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰθάρειος:''' Arst. = [[καθάριος]]. | |||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''κᾰθάρειος:''' και [[καθάριος]], -ον ([[καθαρός]]), λέγεται για πρόσωπα, αυτός που αγαπά την [[καθαριότητα]], [[καθαρός]], [[τακτικός]], [[κομψός]], [[τακτικός]], νοικοκυρεμένος, Λατ. [[mundus]], σε Αριστ.· επίρρ. <i>-[[είως]]</i> ή <i>-ίως</i>, σε Ξεν. κ.λπ. | |lsmtext='''κᾰθάρειος:''' και [[καθάριος]], -ον ([[καθαρός]]), λέγεται για πρόσωπα, αυτός που αγαπά την [[καθαριότητα]], [[καθαρός]], [[τακτικός]], [[κομψός]], [[τακτικός]], νοικοκυρεμένος, Λατ. [[mundus]], σε Αριστ.· επίρρ. <i>-[[είως]]</i> ή <i>-ίως</i>, σε Ξεν. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καθάρειος''': καὶ [[καθάριος]], ον, (καθαρὸς) ἐπὶ προσώπων, [[καθαρός]], ἀγαπῶν τὴν καθαριότητα, [[κομψός]], Λατ. mundus, τοὺς καθαρείους περὶ ὄψιν, περὶ ἀμπεχόνην, περὶ ὅλον τὸν βίον Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 15· καθαριώτατόν ἐστι τὸ [[ζῷον]] (δηλ. ἡ [[μέλισσα]]), ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 40· [[καθάριος]] [[ἀκολουθίσκος]] [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 550Α· [[καθάριος]] τῇ διαίτῃ Διόδ. 5. 33· οἱ καθαριώτεροι Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 492.2· [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ἐὰν ἡ [[σκευασία]] [[καθάριος]] ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· καθαριώτερα (ἢ -ειότερα) ὅπλα Πολύβ. 11. 9, 5· βρώματα καθαριώτατα Πλούτ. 2.106C· [[βίος]], [[δίαιτα]] [[καθάρειος]] Ἀθήν. 74D, Πυθαγ. Χρυσᾶ Ἔπη 35· εἰς τὰ καθάρεια (κοινῶς καθαρά) Meineke Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 290. _ καθάριον, τό, καθαρτικόν, Πάπυρ. Ὀξυρρυγχ. Grenfell καὶ Hunt. τ. Ι καὶ ΙΙ (1898-1899): - [[οὕτως]] Ἐπίρρ., καθαρείως, μὲ καθαριότητα, καθαρείως ἐγχέουσιν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8, πρβλ. Ἀθήν. 152Α· μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως Ἄμφις ἐν Φιλεταίρῳ» 1· καθαρίως καὶ λιτῶς Στράβ. 154. ΙΙ. ἐπὶ ὕφους, [[καθαρός]], καθαρεύων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 244. - Ὁ Cobet, V. LL. σ.82, πιστεύει ὅτι ὁ [[γνήσιος]] Ἀττ. [[τύπος]] [[εἶναι]] [[καθάρειος]], ουχὶ -ιος· παρὰ Νικοστρ. καὶ Εὐβούλῳ ἔνθ’ ἀνωτ., τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]], ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] συμβαίνει τοῦτο διὰ τὸν τύπον [[καθάριος]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[καθαρός]]<br />of persons, [[cleanly]], [[neat]], [[nice]], [[tidy]], Lat. [[mundus]], Arist.:—adv. -είως or -ίως, Xen., etc. | |mdlsjtxt=[[καθαρός]]<br />of persons, [[cleanly]], [[neat]], [[nice]], [[tidy]], Lat. [[mundus]], Arist.:—adv. -είως or -ίως, Xen., etc. | ||
}} | }} |