καταμεθύσκω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>impf.</i> κατεμέθυσκον, <i>ao.</i> κατεμέθυσα;<br />enivrer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μεθύσκω]].
|btext=<i>impf.</i> κατεμέθυσκον, <i>ao.</i> κατεμέθυσα;<br />enivrer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μεθύσκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταμεθύσκω''': ἀόρ. -εμέθῠσα, μεταγ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς, [[ἐμβάλλω]] εἰς μέθην, τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον Ἡρόδ. 1. 106., 2. 121, 5, Πλάτ. Γοργ. 471Γ· ξενίσαι καὶ καταμεθύσαι αὐτὸν Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 16. 41.-Παθ., μὲ κάμνει τις νὰ μεθύσω, ὑπό τινος κατεμεθύσθην Πολύβ. 5. 39, 2. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43.
|elnltext=κατα-μεθύσκω dronken voeren.
}}
{{elru
|elrutext='''καταμεθύσκω:''' (aor. κατεμέθυσα) поить допьяна, опьянять (τινά Her., Plat.); pass. быть подпаиваемым ([[ὑπό]] τινος Diod.) или напиваться, быть пьяным Polyb.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καταμεθύσκω:''' αόρ. αʹ <i>-εμέθῠσα</i>, μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει εντελώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''καταμεθύσκω:''' αόρ. αʹ <i>-εμέθῠσα</i>, μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει εντελώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταμεθύσκω:''' (aor. κατεμέθυσα) поить допьяна, опьянять (τινά Her., Plat.); pass. быть подпаиваемым ([[ὑπό]] τινος Diod.) или напиваться, быть пьяным Polyb.
|lstext='''καταμεθύσκω''': ἀόρ. -εμέθῠσα, μεταγ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς, [[ἐμβάλλω]] εἰς μέθην, τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον Ἡρόδ. 1. 106., 2. 121, 5, Πλάτ. Γοργ. 471Γ· ξενίσαι καὶ καταμεθύσαι αὐτὸν Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 16. 41.-Παθ., μὲ κάμνει τις νὰ μεθύσω, ὑπό τινος κατεμεθύσθην Πολύβ. 5. 39, 2. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-μεθύσκω dronken voeren.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 -εμέθῠσα<br />Causal, to make [[quite]] [[drunk]], Hdt., Plat.
|mdlsjtxt=aor1 -εμέθῠσα<br />Causal, to make [[quite]] [[drunk]], Hdt., Plat.
}}
}}