κώμη: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> bourg, village;<br /><b>2</b> quartier d'une ville.<br />'''Étymologie:''' R. Κι ; cf. [[κεῖμαι]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> bourg, village;<br /><b>2</b> quartier d'une ville.<br />'''Étymologie:''' R. Κι ; cf. [[κεῖμαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κώμη''': , = Λατ. vicus, [[χωρίον]] ἀτείχιστον ἢ [[πόλις]] ἐπαρχιακή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς πόλιν μεγάλην καὶ τετειχισμένην· [[κυρίως]] Δωρ. λέξ., = τῷ Ἀττ. [[δῆμος]] (Ἀριστ. Ποιητ. 3, 6), πρῶτον παρ’ Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 18, Ἡροδ. 5. 98· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πόλις]], Πλάτ. Νόμ. 626C κἑξ.· κατοικῆσθαι κατὰ κώμας, δηλ. οὐχὶ εἰς τετειχεισμένας πόλεις, ἐπὶ τῶν Μήδων, Ἡρόδ. 1. 96· πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις Θουκ. 1. 5· πόλεως… κατὰ κώμας τῷ παλαιῷ τῆς Ἑλλάδος τρόπῳ οἰκισθείσης [[αὐτόθι]] 10· τὸ γὰρ [[ἔθνος]] μέγα μὲν [[εἶναι]] τὸ τῶν Αἰτωλῶν καὶ μάχιμον, οἰκοῦν δὲ κατὰ κώμας ἀτειχίστους ὁ αὐτ. 3. 94· [[οὕτως]] ἡ Μαντίνεια ἠναγκάσθη νὰ διαλυθῇ καὶ οἱ πολῖται νὰ διαιρεθῶσιν εἰς τέσσαρας κώμας, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5-7· κατὰ κ. κεχωρισμένοι Ἀριστ. Πολιτ. 2. 2, 3. ΙΙ. [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ Λατ. vicus, [[συνοικία]] ἢ διαμέρισμα πόλεως, διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Ἰσοκρ. 149Α, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 746D. Πρβλ. [[κωμήτης]]. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ [[κεῖμαι]]· πρβλ. Λιθ. kém-as [[χωρίον]], kaim-ýnas [[γείτων]]· Γοτθ. haim-s ([[κώμη]]), Ἀρχ. Σκανδιν. haim-a (Ἀγγλ. home), κτλ.)
|elnltext=κώμη -ης, ἡ dorp:. οἰκεῖν κατὰ κώμας ἀτειχίστους in niet-ommuurde dorpen wonen Thuc. 3.94.4. wijk, district:. αὐτοὶ μὲν γὰρ κώμας περιοικίδας καλεῖν φασιν naar zij zeggen noemen zij zelf hun districten ‘komai’ Aristot. Poët. 1448a36.
}}
{{elru
|elrutext='''κώμη:''' ἡ [[κεῖμαι]]<br /><b class="num">1)</b> [[деревня]], [[селение]] ([[οἰκία]] καὶ κ. καὶ [[πόλις]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[поселок]], [[местечко]] (φρατρίαι καὶ δῆμοι καὶ κῶμαι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[городской район]], [[участок]], [[квартал]] (διαιρεῖν τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isocr.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κώμη:''' ἡ, = Λατ. [[vicus]], χωριό ή [[κωμόπολη]], αντίθ. προς την περιτειχισμένη [[έννοια]] της πόλης· αρχικά Δωρ. [[λέξη]] = Αττ. [[δῆμος]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· <i>κατοικῆσθαι κατὰ κώμας</i>, ζω σε ξεχωριστά χωριά (όχι σε οχυρωμένες πόλεις), λέγεται για τους Μήδους, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για [[χώρα]], <i>κατὰ κώμας οἰκεῖσθαι</i>, έχοντας τον πληθυσμό της κατανεμημένο σε χωριά, σε Θουκ.
|lsmtext='''κώμη:''' ἡ, = Λατ. [[vicus]], χωριό ή [[κωμόπολη]], αντίθ. προς την περιτειχισμένη [[έννοια]] της πόλης· αρχικά Δωρ. [[λέξη]] = Αττ. [[δῆμος]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· <i>κατοικῆσθαι κατὰ κώμας</i>, ζω σε ξεχωριστά χωριά (όχι σε οχυρωμένες πόλεις), λέγεται για τους Μήδους, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για [[χώρα]], <i>κατὰ κώμας οἰκεῖσθαι</i>, έχοντας τον πληθυσμό της κατανεμημένο σε χωριά, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κώμη:''' ἡ [[κεῖμαι]]<br /><b class="num">1)</b> [[деревня]], [[селение]] ([[οἰκία]] καὶ κ. καὶ [[πόλις]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[поселок]], [[местечко]] (φρατρίαι καὶ δῆμοι καὶ κῶμαι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[городской район]], [[участок]], [[квартал]] (διαιρεῖν τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isocr.).
|lstext='''κώμη''': , = Λατ. vicus, [[χωρίον]] ἀτείχιστον ἢ [[πόλις]] ἐπαρχιακή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς πόλιν μεγάλην καὶ τετειχισμένην· [[κυρίως]] Δωρ. λέξ., = τῷ Ἀττ. [[δῆμος]] (Ἀριστ. Ποιητ. 3, 6), πρῶτον παρ’ Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 18, Ἡροδ. 5. 98· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πόλις]], Πλάτ. Νόμ. 626C κἑξ.· κατοικῆσθαι κατὰ κώμας, δηλ. οὐχὶ εἰς τετειχεισμένας πόλεις, ἐπὶ τῶν Μήδων, Ἡρόδ. 1. 96· πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις Θουκ. 1. 5· πόλεως… κατὰ κώμας τῷ παλαιῷ τῆς Ἑλλάδος τρόπῳ οἰκισθείσης [[αὐτόθι]] 10· τὸ γὰρ [[ἔθνος]] μέγα μὲν [[εἶναι]] τὸ τῶν Αἰτωλῶν καὶ μάχιμον, οἰκοῦν δὲ κατὰ κώμας ἀτειχίστους ὁ αὐτ. 3. 94· [[οὕτως]] ἡ Μαντίνεια ἠναγκάσθη νὰ διαλυθῇ καὶ οἱ πολῖται νὰ διαιρεθῶσιν εἰς τέσσαρας κώμας, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5-7· κατὰ κ. κεχωρισμένοι Ἀριστ. Πολιτ. 2. 2, 3. ΙΙ. [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ Λατ. vicus, [[συνοικία]] ἢ διαμέρισμα πόλεως, διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Ἰσοκρ. 149Α, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 746D. Πρβλ. [[κωμήτης]]. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ [[κεῖμαι]]· πρβλ. Λιθ. kém-as [[χωρίον]], kaim-ýnas [[γείτων]]· Γοτθ. haim-s ([[κώμη]]), Ἀρχ. Σκανδιν. haim-a (Ἀγγλ. home), κτλ.)
}}
{{elnl
|elnltext=κώμη -ης, ἡ dorp:. οἰκεῖν κατὰ κώμας ἀτειχίστους in niet-ommuurde dorpen wonen Thuc. 3.94.4. wijk, district:. αὐτοὶ μὲν γὰρ κώμας περιοικίδας καλεῖν φασιν naar zij zeggen noemen zij zelf hun districten ‘komai’ Aristot. Poët. 1448a36.
}}
}}
{{etym
{{etym