κραναός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ή, όν :<br />dur, âpre, rocailleux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κράνος]] et [[κάρα]].
|btext=ή, όν :<br />dur, âpre, rocailleux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κράνος]] et [[κάρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρᾰναός''': ὰ καὶ ή, όν, ποιητ. λέξ., [[πετρώδης]], [[τραχύς]], [[ἀνώμαλος]], ἐπὶ τῆς ἐξωτερικῆς ὄψεως χώρας τινός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς Ἰθάκης ([[διότι]] ἐν Ἰλ. Γ. 445, δὲν [[εἶναι]] ἐπίθ. ἀλλὰ κύριον [[ὄνομα]] νήσου, [[ἴσως]] τὰ [[Κύθηρα]]), Ἰλ. Γ. 201, καὶ συχν. ἐν τῇ Ὀδ.· ἐπὶ τῆς Δήλου, Πινδ. 1. 1, 3· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, Πινδ. Ο. 7. 151, κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] κατέστη κύριον [[ὄνομα]], Κραναὰ [[πόλις]], αἱ [[Ἀθῆναι]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 75· ἢ [[ἁπλῶς]] αἱ Κρανααί, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 123· ἡ Κραναά, ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 481· Κραναοί, οἱ κάτοικοι τῆς Ἀττικῆς, Ἡρόδ. 8. 44· ([[ἔνθα]] ἴδε Valck.), Στράβ. 397· καλούμενοι καὶ παῖδες Κραναοῦ (ὁ Κραναὸς ἦτο μυθικὸς βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν), Αἰσχύλ. Εὐμ 1011, πρβλ. Clinton εἰς Ἡρ. Μαιν. 1. 57 κἑξ. 2) παρὰ μεταγεν. καὶ ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς χελώνης, Ὀππ. Ἁλ. 5. 396· ἐπὶ ξύλου, [[ῥάβδος]] κρ. [[αὐτόθι]] 4. 364, πρβλ. [[κράνον]]. 3) [[τραχύς]], [[αὐστηρός]], [[κεντητικός]], Λατ. asper, κρ. ἀκαλῆφαι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 473. Ἡ √ΚΡΑ ἢ ΚΑΡ φαίνεται ὅτι ἐσήμαινε [[τραχύς]], [[σκληρός]], κάρυον (nax), Σανσκρ. kar-akas (κοκκοκάρυον), Λατ. [[carina]] ([[κέλυφος]] καρύου, κτλ.)· [[ἐντεῦθεν]] καὶ κάρκαρος (κάρχαρος). Σανσκρ. karkar-as (hard)· [[ὡσαύτως]] [[κράνος]] (περικεφαλαία), [[κραναός]]· πρβλ. [[κράτος]], [[κραταιός]]).
|elnltext=κραναός -ή -όν [[rotsachtig]], ruig:; ἐν δήμῳ Ἰθάκης κραναῆς περ ἐούσης in het land van Ithaca, dat toch zo rotsachtig is Il. 3.201; subst. [[Κραναά]] = [[Acropolis]] (in Athene); plur. [[αἱ Κρανααί]] = [[Athene]]. knoestig:. κραναὸς πίτυς een knoestige pijnboom AP 6.110.4.
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾰναός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[твердый]], [[каменистый]], тж. [[скалистый]], [[обрывистый]] ([[Ἰθάκη]] Hom.; [[Ἀθᾶναι]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[колючий]], [[шиповатый]] (ἀκαλῆφαι Arph.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κρᾰναός:''' -ή, -όν, [[βραχώδης]], [[πετρώδης]], [[τραχύς]], λέγεται για την Ιθάκη, σε Όμηρ.· λέγεται για την Αθήνα, σε Πίνδ.· απ' όπου, η Αθήνα ονομαζόταν Κραναὰ [[πόλις]] ή <i>αἱ Κρανααί</i>, στον ίδ.· οι [[Κραναοί]], οι άνθρωποι της Αττικής, σε Ηρόδ.· και [[Κραναός]], [[μυθικός]] [[βασιλιάς]] της Αθήνας, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κρᾰναός:''' -ή, -όν, [[βραχώδης]], [[πετρώδης]], [[τραχύς]], λέγεται για την Ιθάκη, σε Όμηρ.· λέγεται για την Αθήνα, σε Πίνδ.· απ' όπου, η Αθήνα ονομαζόταν Κραναὰ [[πόλις]] ή <i>αἱ Κρανααί</i>, στον ίδ.· οι [[Κραναοί]], οι άνθρωποι της Αττικής, σε Ηρόδ.· και [[Κραναός]], [[μυθικός]] [[βασιλιάς]] της Αθήνας, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρᾰναός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[твердый]], [[каменистый]], тж. [[скалистый]], [[обрывистый]] ([[Ἰθάκη]] Hom.; [[Ἀθᾶναι]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[колючий]], [[шиповатый]] (ἀκαλῆφαι Arph.).
|lstext='''κρᾰναός''': ὰ καὶ ή, όν, ποιητ. λέξ., [[πετρώδης]], [[τραχύς]], [[ἀνώμαλος]], ἐπὶ τῆς ἐξωτερικῆς ὄψεως χώρας τινός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς Ἰθάκης ([[διότι]] ἐν Ἰλ. Γ. 445, δὲν [[εἶναι]] ἐπίθ. ἀλλὰ κύριον [[ὄνομα]] νήσου, [[ἴσως]] τὰ [[Κύθηρα]]), Ἰλ. Γ. 201, καὶ συχν. ἐν τῇ Ὀδ.· ἐπὶ τῆς Δήλου, Πινδ. 1. 1, 3· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, Πινδ. Ο. 7. 151, κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] κατέστη κύριον [[ὄνομα]], Κραναὰ [[πόλις]], αἱ [[Ἀθῆναι]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 75· ἢ [[ἁπλῶς]] αἱ Κρανααί, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 123· ἡ Κραναά, ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 481· Κραναοί, οἱ κάτοικοι τῆς Ἀττικῆς, Ἡρόδ. 8. 44· ([[ἔνθα]] ἴδε Valck.), Στράβ. 397· καλούμενοι καὶ παῖδες Κραναοῦ (ὁ Κραναὸς ἦτο μυθικὸς βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν), Αἰσχύλ. Εὐμ 1011, πρβλ. Clinton εἰς Ἡρ. Μαιν. 1. 57 κἑξ. 2) παρὰ μεταγεν. καὶ ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς χελώνης, Ὀππ. Ἁλ. 5. 396· ἐπὶ ξύλου, [[ῥάβδος]] κρ. [[αὐτόθι]] 4. 364, πρβλ. [[κράνον]]. 3) [[τραχύς]], [[αὐστηρός]], [[κεντητικός]], Λατ. asper, κρ. ἀκαλῆφαι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 473. Ἡ √ΚΡΑ ἢ ΚΑΡ φαίνεται ὅτι ἐσήμαινε [[τραχύς]], [[σκληρός]], κάρυον (nax), Σανσκρ. kar-akas (κοκκοκάρυον), Λατ. [[carina]] ([[κέλυφος]] καρύου, κτλ.)· [[ἐντεῦθεν]] καὶ κάρκαρος (κάρχαρος). Σανσκρ. karkar-as (hard)· [[ὡσαύτως]] [[κράνος]] (περικεφαλαία), [[κραναός]]· πρβλ. [[κράτος]], [[κραταιός]]).
}}
{{elnl
|elnltext=κραναός -ή -όν [[rotsachtig]], ruig:; ἐν δήμῳ Ἰθάκης κραναῆς περ ἐούσης in het land van Ithaca, dat toch zo rotsachtig is Il. 3.201; subst. [[Κραναά]] = [[Acropolis]] (in Athene); plur. [[αἱ Κρανααί]] = [[Athene]]. knoestig:. κραναὸς πίτυς een knoestige pijnboom AP 6.110.4.
}}
}}
{{etym
{{etym