παγίς: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ίδος (ἡ) :<br />rets, filet.<br />'''Étymologie:''' R. Παγ ficher ; v. [[πήγνυμι]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br />rets, filet.<br />'''Étymologie:''' R. Παγ ficher ; v. [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πᾰγίς''': -ίδος, ἡ, (√ΠΑΓ, [[πήγνυμι]]) = [[πάγη]], κοινῶς «παγίδα», Βατραχομυομ. 117, Ἀνθ. Π. 6. 109· παγίδας ἱστάναι Ἀριστοφ. Ὄρν. 527, πρβλ. 194. 2) μεταφορ. ἐπὶ ἑταιρῶν, παρὰ Σινώπῃ καὶ Λύκᾳ καὶ Ναννίῳ .. παγίσι βίου Ἄμφις ἐν «Κουρίδι» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67· δουρατέα π., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Ἀνθ. Π. 9. 152· παγίδας προὔφυγον ἀμπλακίης Ἑλλ. Ἐπιγρ. 421· τοῖς ἄρτοις ὅσας ἱστᾶσι παγίδας οἱ ταλαίπωροι βροτοί, καθιστῶντες αὐτούς ὀρεκτικοὺς διὰ παντοδαπῶν βρωμάτων, Ἄλεξις ἐν τῇ «Εἰς τὸ [[φρέαρ]]» 2· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κοσμημάτων γυναικείων, Ἀριστοφ. Ἀπομν. 663. ΙΙ. ἄγκυρα παγὶς νεῶν, ὡς κρατοῦσα τὰς [[ναῦς]] στερεῶς ὡς [[παγίς]], Ἀνθ. Π. 6. 5. 2) παρὰ Θεοφ. Πρωτοσπαθαρίῳ ἀπαντᾷ: παγίδες τῶν πλευρῶν, τὰ παγίδια νῦν καλούμενα.
|elnltext=παγίς -ίδος, ἡ [πάγη] strik, val:; παγίδας ἱστάναι strikken zetten Aristoph. Av. 527; ὡς παγίς als een val (d.w.z. onverwacht) NT Luc. 21.35; overdr. valstrik:. γενεθήτω ἡ τράπεζα αὐτῶν εἰς παγίδα laat hun tafel een valstrik worden NT Rom. 11.9.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰγίς:''' ίδος ἡ<b class="num">1)</b> [[ловушка]], [[западня]] (παγίδας ἱστάναι Arph.; ἐμπεσεῖν εἰς παγίδα τινός NT): δουρατέη π. Anth. деревянная западня, т. е. троянский конь;<br /><b class="num">2)</b> [[тормоз]], [[задержка]] ([[ἄγκυρα]] π. [[νεῶν]] Anth.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πᾰγίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[πήγνυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> = [[πάγη]], [[παγίδα]], σε Αριστοφ.· μεταφ., [[παγίδα]], [[δόλος]], δουρατέω [[παγίς]], λέγεται για το Δούρειο ίππο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἄγκυρα]] παγὶς [[νεῶν]], η [[άγκυρα]] που κρατάει τα πλοία [[σταθερά]], στον ίδ.
|lsmtext='''πᾰγίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[πήγνυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> = [[πάγη]], [[παγίδα]], σε Αριστοφ.· μεταφ., [[παγίδα]], [[δόλος]], δουρατέω [[παγίς]], λέγεται για το Δούρειο ίππο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἄγκυρα]] παγὶς [[νεῶν]], η [[άγκυρα]] που κρατάει τα πλοία [[σταθερά]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πᾰγίς:''' ίδος ἡ<b class="num">1)</b> [[ловушка]], [[западня]] (παγίδας ἱστάναι Arph.; ἐμπεσεῖν εἰς παγίδα τινός NT): δουρατέη π. Anth. деревянная западня, т. е. троянский конь;<br /><b class="num">2)</b> [[тормоз]], [[задержка]] ([[ἄγκυρα]] π. [[νεῶν]] Anth.).
|lstext='''πᾰγίς''': -ίδος, , (√ΠΑΓ, [[πήγνυμι]]) = [[πάγη]], κοινῶς «παγίδα», Βατραχομυομ. 117, Ἀνθ. Π. 6. 109· παγίδας ἱστάναι Ἀριστοφ. Ὄρν. 527, πρβλ. 194. 2) μεταφορ. ἐπὶ ἑταιρῶν, παρὰ Σινώπῃ καὶ Λύκᾳ καὶ Ναννίῳ .. παγίσι βίου Ἄμφις ἐν «Κουρίδι» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67· δουρατέα π., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Ἀνθ. Π. 9. 152· παγίδας προὔφυγον ἀμπλακίης Ἑλλ. Ἐπιγρ. 421· τοῖς ἄρτοις ὅσας ἱστᾶσι παγίδας οἱ ταλαίπωροι βροτοί, καθιστῶντες αὐτούς ὀρεκτικοὺς διὰ παντοδαπῶν βρωμάτων, Ἄλεξις ἐν τῇ «Εἰς τὸ [[φρέαρ]]» 2· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κοσμημάτων γυναικείων, Ἀριστοφ. Ἀπομν. 663. ΙΙ. ἄγκυρα παγὶς νεῶν, ὡς κρατοῦσα τὰς [[ναῦς]] στερεῶς ὡς [[παγίς]], Ἀνθ. Π. 6. 5. 2) παρὰ Θεοφ. Πρωτοσπαθαρίῳ ἀπαντᾷ: παγίδες τῶν πλευρῶν, τὰ παγίδια νῦν καλούμενα.
}}
{{elnl
|elnltext=παγίς -ίδος, ἡ [πάγη] strik, val:; παγίδας ἱστάναι strikken zetten Aristoph. Av. 527; ὡς παγίς als een val (d.w.z. onverwacht) NT Luc. 21.35; overdr. valstrik:. γενεθήτω ἡ τράπεζα αὐτῶν εἰς παγίδα laat hun tafel een valstrik worden NT Rom. 11.9.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj