παρακύπτω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=se baisser de côté, se pencher pour regarder, regarder en passant, <i>càd</i> s'occuper d'une chose à la légère.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κύπτω]].
|btext=se baisser de côté, se pencher pour regarder, regarder en passant, <i>càd</i> s'occuper d'une chose à la légère.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρακύπτω''': ποιητ. παρκύπτω, [[κύπτω]] πλαγίως, ἑπὶ ταῆς στάσεως φαύλου κιθαρωδοῦ ἢ αὐλητοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 16. ΙΙ. [[κύπτω]] [[ὅπως]] προβλέψω, ἐπομένως, 1) [[βλέπω]] πλαγίως προς τι, [[ῥίπτω]] πλάγια βλέμματα, ἀμελῶς [[βλέπω]] πρόςτι, παρακύψαντα ἐπὶ τὸν τῆς πόλεως πόλεμον Δημ. 46. 27. 2) θεωρῶ κρυφίως ἐκ θύρας ἢ παραθύρου, ὡς ταὸ τοῦ Ὁρατίου despicere, ἐκ θυρίδος Ἀριστοφ. Θεσμ. 797, πρβλ. 799, Σφ. 178˙ π. [[ὥσπερ]]˙ [[γαλῆ]] ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 924˙ ἐπὶ κορασίωνπαρακυπτόντων [[ὅπως]] ἴδωσι τὸν ἐραστήν, ὁ αύτ. ἐν Εἰρ. 982, 985˙ π. τὸν ἐραστήν [[ἰδεῖν]] Πλούτ. 2. 766D˙ - μεταφορ., [[σωτηρία]] παρέκυψε, ἐλπὶς σωτηρίας ἐπεφάνη ὀλίγον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 202˙ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, [[κύπτω]] ἔξω καὶ [[βλέπω]], π. τις [[ἄνεμος]] πνεῖ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 1, 16. - Παθ., θυρίδες παρακυπτόμεναι, πιθ., ἀφ’ ὧν βλέπει τις πρὸς τὰ ἔξω, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Στ΄, 4). 3)ἐπὶ προσώπων εὑρισκομένων ἐκτὸς τόπου τινός, [[κύπτω]] καὶ [[βλέπω]] [[ἐντός]], κατ’ [[ἄντρον]] παρκύπτοισα Θεόκρ. 3. 7 παρέκυψεν εἰς τὸμνημεῖον Εὐαγγ. κ. Ἰω. κ΄, 11˙ παρακύψας βλέπει [[αὐτόθι]] 5, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 12˙ ὁ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον Ἐπιστ. Ἰακώβου α΄, 25˙ π. εἰς τὰ ὑμέτερα Λουκ. Ἁλ. 30, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 12.
|elnltext=παρα-κύπτω, Aeol. ptc. praes. παρκύπτοισα zich overbuigen (om te zien), om een hoekje kijken, gluren:. αἱ μοιχευόμεναι … γυναῖκες... παρακύπτουσιν de overspelige vrouwen gluren naar buiten Aristoph. Pax 982; κἂν ἐκ θυρίδος παρακύπτωμεν en als we uit het raam hangen (om mannen te lokken) Aristoph. Th. 797; παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον zij boog zich naar het graf NT Io. 20.11. om een hoekje kijken, tevoorschijn komen:; παρέκυψε … ἐπὶ τὸν ὄρθιον hij dook op om muziek te maken Aristoph. Ach. 16; overdr.: σωτηρία παρέκυψεν de hoop op redding gloorde Aristoph. Eccl. 202. vluchtig kijken:. παρακύψαντ’ ἐπὶ τὸν τῆς πόλεως πόλεμον met een achteloze blik op de oorlog van de stad Dem. 4.24; κἀπειδὴ μόνον παρέκυψα εἰς τὰ ὑμέτερα zodra ik me slechts even over jullie leer had gebogen Luc. 28.30.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακύπτω:''' поэт. [[παρκύπτω]]<br /><b class="num">1)</b> [[высовываться]], [[выглядывать]] (ἐκ θυρίδος Arph.): παρακύψασα [[ἰδεῖν]] τινα Plat. выглянувшая, чтобы увидеть кого-л.; [[σωτηρία]] παρέκυψε Arph. мелькнула надежда на спасение;<br /><b class="num">2)</b> [[заглядывать]] ([[κατά]] τι Theocr. и εἴς τι Luc.);<br /><b class="num">3)</b> [[небрежно скользить взглядом или мельком взглядывать]] (ἐπὶ τὸν τῆς πόλεως πόλεμον Dem.);<br /><b class="num">4)</b> [[вникать]] (εἰς νόμον [[τέλειον]] NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''παρακύπτω:''' ποιητ. παρ-[[κύπτω]], μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> γέρνω προς τα πλάγια, λέγεται για τη [[στάση]] ενός μη χαρισματικού αυλητή, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> γέρνω για να κοιτάξω [[πλαγίως]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κοιτάζω]] πλάγια, [[ρίχνω]] φευγαλέα [[ματιά]] σε [[κάτι]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεπροβάλλω]], [[φαίνομαι]] από μια πόρτα ή [[παράθυρο]], σε Αριστοφ.· ή λέγεται για κάποιον που βρίσκεται [[απέξω]], [[κοιτάζω]] μέσα, [[ρίχνω]] μια [[ματιά]], κατ'[[ἄντρον]] [[παρκύπτοισα]], σε Θεόκρ.· παρέκυψεν εἰς τὸ [[μνημεῖον]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''παρακύπτω:''' ποιητ. παρ-[[κύπτω]], μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> γέρνω προς τα πλάγια, λέγεται για τη [[στάση]] ενός μη χαρισματικού αυλητή, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> γέρνω για να κοιτάξω [[πλαγίως]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κοιτάζω]] πλάγια, [[ρίχνω]] φευγαλέα [[ματιά]] σε [[κάτι]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεπροβάλλω]], [[φαίνομαι]] από μια πόρτα ή [[παράθυρο]], σε Αριστοφ.· ή λέγεται για κάποιον που βρίσκεται [[απέξω]], [[κοιτάζω]] μέσα, [[ρίχνω]] μια [[ματιά]], κατ'[[ἄντρον]] [[παρκύπτοισα]], σε Θεόκρ.· παρέκυψεν εἰς τὸ [[μνημεῖον]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρακύπτω:''' поэт. [[παρκύπτω]]<br /><b class="num">1)</b> [[высовываться]], [[выглядывать]] (ἐκ θυρίδος Arph.): παρακύψασα [[ἰδεῖν]] τινα Plat. выглянувшая, чтобы увидеть кого-л.; [[σωτηρία]] παρέκυψε Arph. мелькнула надежда на спасение;<br /><b class="num">2)</b> [[заглядывать]] ([[κατά]] τι Theocr. и εἴς τι Luc.);<br /><b class="num">3)</b> [[небрежно скользить взглядом или мельком взглядывать]] (ἐπὶ τὸν τῆς πόλεως πόλεμον Dem.);<br /><b class="num">4)</b> [[вникать]] (εἰς νόμον [[τέλειον]] NT).
|lstext='''παρακύπτω''': ποιητ. παρκύπτω, [[κύπτω]] πλαγίως, ἑπὶ ταῆς στάσεως φαύλου κιθαρωδοῦ ἢ αὐλητοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 16. ΙΙ. [[κύπτω]] [[ὅπως]] προβλέψω, ἐπομένως, 1) [[βλέπω]] πλαγίως προς τι, [[ῥίπτω]] πλάγια βλέμματα, ἀμελῶς [[βλέπω]] πρόςτι, παρακύψαντα ἐπὶ τὸν τῆς πόλεως πόλεμον Δημ. 46. 27. 2) θεωρῶ κρυφίως ἐκ θύρας ἢ παραθύρου, ὡς ταὸ τοῦ Ὁρατίου despicere, ἐκ θυρίδος Ἀριστοφ. Θεσμ. 797, πρβλ. 799, Σφ. 178˙ π. [[ὥσπερ]]˙ [[γαλῆ]] ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 924˙ ἐπὶ κορασίωνπαρακυπτόντων [[ὅπως]] ἴδωσι τὸν ἐραστήν, ὁ αύτ. ἐν Εἰρ. 982, 985˙ π. τὸν ἐραστήν [[ἰδεῖν]] Πλούτ. 2. 766D˙ - μεταφορ., [[σωτηρία]] παρέκυψε, ἐλπὶς σωτηρίας ἐπεφάνη ὀλίγον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 202˙ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, [[κύπτω]] ἔξω καὶ [[βλέπω]], π. τις [[ἄνεμος]] πνεῖ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 1, 16. - Παθ., θυρίδες παρακυπτόμεναι, πιθ., ἀφ’ ὧν βλέπει τις πρὸς τὰ ἔξω, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Στ΄, 4). 3)ἐπὶ προσώπων εὑρισκομένων ἐκτὸς τόπου τινός, [[κύπτω]] καὶ [[βλέπω]] [[ἐντός]], κατ’ [[ἄντρον]] παρκύπτοισα Θεόκρ. 3. 7 παρέκυψεν εἰς τὸμνημεῖον Εὐαγγ. κ. Ἰω. κ΄, 11˙ παρακύψας βλέπει [[αὐτόθι]] 5, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 12˙ ὁ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον Ἐπιστ. Ἰακώβου α΄, 25˙ π. εἰς τὰ ὑμέτερα Λουκ. Ἁλ. 30, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 12.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-κύπτω, Aeol. ptc. praes. παρκύπτοισα zich overbuigen (om te zien), om een hoekje kijken, gluren:. αἱ μοιχευόμεναι … γυναῖκες... παρακύπτουσιν de overspelige vrouwen gluren naar buiten Aristoph. Pax 982; κἂν ἐκ θυρίδος παρακύπτωμεν en als we uit het raam hangen (om mannen te lokken) Aristoph. Th. 797; παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον zij boog zich naar het graf NT Io. 20.11. om een hoekje kijken, tevoorschijn komen:; παρέκυψε … ἐπὶ τὸν ὄρθιον hij dook op om muziek te maken Aristoph. Ach. 16; overdr.: σωτηρία παρέκυψεν de hoop op redding gloorde Aristoph. Eccl. 202. vluchtig kijken:. παρακύψαντ’ ἐπὶ τὸν τῆς πόλεως πόλεμον met een achteloze blik op de oorlog van de stad Dem. 4.24; κἀπειδὴ μόνον παρέκυψα εἰς τὰ ὑμέτερα zodra ik me slechts even over jullie leer had gebogen Luc. 28.30.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj