παραπλέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> naviguer auprès de <i>ou</i> le long de, acc. ; <i>particul.</i> naviguer le long de la côte, côtoyer;<br /><b>2</b> aller par eau d'un endroit à un autre ; <i>avec idée d'hostilité</i> παρ’ αὐτὰς [[τὰς]] πρῴρας [[τῶν]] [[νεῶν]] XÉN gouverner pour aller sur les proues même des navires.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλέω]].
|btext=<b>1</b> naviguer auprès de <i>ou</i> le long de, acc. ; <i>particul.</i> naviguer le long de la côte, côtoyer;<br /><b>2</b> aller par eau d'un endroit à un autre ; <i>avec idée d'hostilité</i> παρ’ αὐτὰς [[τὰς]] πρῴρας [[τῶν]] [[νεῶν]] XÉN gouverner pour aller sur les proues même des navires.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραπλέω''': Ἰων. -[[πλώω]]: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -οῦμαι· Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παρέπλων, ἴδε κατωτ. Πλέω [[παρά]] τι, [[παρέρχομαι]] [[πλέων]], ἀπολ., οἴη δὴ κείνῃ γε [[παρέπλω]].. [[Ἀργώ]], ἦτο τὸ μόνον [[πλοῖον]] [[ὅπερ]] ἔπλευσε διὰ μέσου ἐκείνου τοῦ μέρους, παρῆλθε δι’ ἐκείνης τῆς ὁδοῦ (πρβλ. [[παραπέμπω]]), Ὀδ. Μ. 69, πρβλ. Ξενοφ. Ἀνάβ. 5. 1, 11· ἐν χρῷ παραπλέοντες, πλέοντες τόσον πλησίον ὅσον πλησίον τοῦ δέρματος διέρχεται τὸ [[ξυράφιον]] κατὰ τὸ [[ξύρισμα]] (πρβλ. Οὐεργιλ. radere iter), Θουκ. 2. 84, πρβλ. 90. 2) [[πλέω]] πλησίον ἢ [[παρά]] τι ἐπὶ τῶν πλεόντων παρὰ τὴν [[ἀκτήν]], π. τόπον ἢ παρὰ τόπον Ἡρόδ. 4. 99., 7. 100 εἰς Σικυῶνα Θουκ. 1. 111· [[ἐνθένδε]] μὲν εἰς Σινώπην π., ἐκ Σινώπης δὲ εἰς Ἡράκλειαν Ξεν. Ἀν. 5. 6, 10· [[ἐκεῖθεν]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 61· πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδόσ. §131, Δημ. 933. 11· π. ἀπὸ κάλω, ἴδε [[κάλως]]. 3) μεταφορ. π. τὰς συμφοράς, [[παρέρχομαι]] [[πλέων]], [[διαφεύγω]], Ἄμφις ἐν «Ἀμπελουργῷ» 1.
|elnltext=παρα-πλέω, Ion. παρα-πλώω, ep. aor. 3 sing. παρέπλω; perf. 3 sing. παραπέπλωκε (voorbij)varen:; ἐν χρῷ αἰεὶ παραπλέοντες steeds rakelings voorbijvarend Thuc. 2.84.1; met εἰς + acc.: ἐς Σικυῶνα naar Sicyon Thuc. 1.111.2. langs... varen:. τὴν Ἀσίην langs de kust van Azië Hdt. 6.43.3.
}}
{{elru
|elrutext='''παραπλέω:''' эп.-ион. [[παραπλώω]] (fut. παραπλεύσομαι и παραπλοῦμαι; эп. aor. 2 παρέπλων)<br /><b class="num">1)</b> [[плыть мимо]], [[проплывать]]: παραπλέοντες ἐθεώρουν τὴν [[ἀκτήν]] Xen. плывя вдоль берега, они увидели мыс;<br /><b class="num">2)</b> [[плыть]], [[приплывать]] (τόπον Her., Arst. и παρὰ τόπον Her.; ἐκ Σινώπης εἰς Ἡράκλειαν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> (на корабле), [[миновать]] (τὴν Ἔφεσον NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''παραπλέω:''' Ιων. -[[πλώω]]· μέλ. -[[πλεύσομαι]] και <i>-οῦμαι</i>· Επικ. αόρ. βʹ <i>παρέπλων</i> (όπως αν προερχόταν από [[ρήμα]] εις <i>-μι</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[πλέω]] δίπλα ή πέρα, απόλ., [[οἴη]] δὴ κείνῃ γε [[παρέπλω]] [[Ἀργώ]], ήταν το μόνο [[πλοίο]] που επλευσε [[ανάμεσα]] σε εκείνο το [[μέρος]], σε Ομήρ. Οδ.· ἐν [[χρῷ]] παραπλέοντες, πλέοντας [[ξυστά]], [[πολύ]] κοντά όπως το [[ξύρισμα]] πάνω στο [[δέρμα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλέω]] κατά [[μήκος]] της ακτής, με αιτ. τόπου, λέγεται για ανθρώπους που πλέουν κοντά στην [[ακτή]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''παραπλέω:''' Ιων. -[[πλώω]]· μέλ. -[[πλεύσομαι]] και <i>-οῦμαι</i>· Επικ. αόρ. βʹ <i>παρέπλων</i> (όπως αν προερχόταν από [[ρήμα]] εις <i>-μι</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[πλέω]] δίπλα ή πέρα, απόλ., [[οἴη]] δὴ κείνῃ γε [[παρέπλω]] [[Ἀργώ]], ήταν το μόνο [[πλοίο]] που επλευσε [[ανάμεσα]] σε εκείνο το [[μέρος]], σε Ομήρ. Οδ.· ἐν [[χρῷ]] παραπλέοντες, πλέοντας [[ξυστά]], [[πολύ]] κοντά όπως το [[ξύρισμα]] πάνω στο [[δέρμα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλέω]] κατά [[μήκος]] της ακτής, με αιτ. τόπου, λέγεται για ανθρώπους που πλέουν κοντά στην [[ακτή]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραπλέω:''' эп.-ион. [[παραπλώω]] (fut. παραπλεύσομαι и παραπλοῦμαι; эп. aor. 2 παρέπλων)<br /><b class="num">1)</b> [[плыть мимо]], [[проплывать]]: παραπλέοντες ἐθεώρουν τὴν [[ἀκτήν]] Xen. плывя вдоль берега, они увидели мыс;<br /><b class="num">2)</b> [[плыть]], [[приплывать]] (τόπον Her., Arst. и παρὰ τόπον Her.; ἐκ Σινώπης εἰς Ἡράκλειαν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> (на корабле), [[миновать]] (τὴν Ἔφεσον NT).
|lstext='''παραπλέω''': Ἰων. -[[πλώω]]: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -οῦμαι· Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παρέπλων, ἴδε κατωτ. Πλέω [[παρά]] τι, [[παρέρχομαι]] [[πλέων]], ἀπολ., οἴη δὴ κείνῃ γε [[παρέπλω]].. [[Ἀργώ]], ἦτο τὸ μόνον [[πλοῖον]] [[ὅπερ]] ἔπλευσε διὰ μέσου ἐκείνου τοῦ μέρους, παρῆλθε δι’ ἐκείνης τῆς ὁδοῦ (πρβλ. [[παραπέμπω]]), Ὀδ. Μ. 69, πρβλ. Ξενοφ. Ἀνάβ. 5. 1, 11· ἐν χρῷ παραπλέοντες, πλέοντες τόσον πλησίον ὅσον πλησίον τοῦ δέρματος διέρχεται τὸ [[ξυράφιον]] κατὰ τὸ [[ξύρισμα]] (πρβλ. Οὐεργιλ. radere iter), Θουκ. 2. 84, πρβλ. 90. 2) [[πλέω]] πλησίον ἢ [[παρά]] τι ἐπὶ τῶν πλεόντων παρὰ τὴν [[ἀκτήν]], π. τόπον ἢ παρὰ τόπον Ἡρόδ. 4. 99., 7. 100 εἰς Σικυῶνα Θουκ. 1. 111· [[ἐνθένδε]] μὲν εἰς Σινώπην π., ἐκ Σινώπης δὲ εἰς Ἡράκλειαν Ξεν. Ἀν. 5. 6, 10· [[ἐκεῖθεν]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 61· πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδόσ. §131, Δημ. 933. 11· π. ἀπὸ κάλω, ἴδε [[κάλως]]. 3) μεταφορ. π. τὰς συμφοράς, [[παρέρχομαι]] [[πλέων]], [[διαφεύγω]], Ἄμφις ἐν «Ἀμπελουργῷ» 1.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-πλέω, Ion. παρα-πλώω, ep. aor. 3 sing. παρέπλω; perf. 3 sing. παραπέπλωκε (voorbij)varen:; ἐν χρῷ αἰεὶ παραπλέοντες steeds rakelings voorbijvarend Thuc. 2.84.1; met εἰς + acc.: ἐς Σικυῶνα naar Sicyon Thuc. 1.111.2. langs... varen:. τὴν Ἀσίην langs de kust van Azië Hdt. 6.43.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj