περικυκλόω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />aller autour;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περικυκλόομαι]], [[περικυκλοῦμαι]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κυκλόω]].
|btext=-ῶ :<br />aller autour;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περικυκλόομαι]], [[περικυκλοῦμαι]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κυκλόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περικυκλόω''': ὡς καὶ νῦν περικυκλώνω, [[ὅταν]] γὰρ ἀθρόως περικυκλώσωσι (τοὺς δελφῖνας) τοῖς μονοξύλοις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 11· φλοιὸν τὸν περικυκλοῦντα τὸν καρπὸν, τὸν περιβάλλοντα, ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 1. 3, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΘ΄, 4, κτλ.)· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περικυκλώνω ἐχθρόν, Ἡρόδ. 8. 78, Ξεν. Ἀνάβ. 6. 3, 11, κτλ.· ἐν τμήσει, Ἀριστοφ. Ὄρν. 346. ΙΙ. ἀμεταβ., [[περιέρχομαι]], Λουκ. Ὠκύπ. 63.
|elnltext=περικυκλόω [περί, κύκλος] omsingelen, ook med.
}}
{{elru
|elrutext='''περικυκλόω:''' преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> [[брать в кольцо]], [[окружать]] (τινα Xen., Arst., NT);<br /><b class="num">2)</b> [[обходить]], [[ходить кругом]], [[кружить]]: ἀναβάθρας π. Luc. всходить по винтовой лестнице.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''περικυκλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[περικυκλώνω]], [[περικλείω]]· [[συνήθως]] στη Μέσ., [[περικυκλώνω]] τον εχθρό, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[περιέρχομαι]], σε Λουκ.
|lsmtext='''περικυκλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[περικυκλώνω]], [[περικλείω]]· [[συνήθως]] στη Μέσ., [[περικυκλώνω]] τον εχθρό, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[περιέρχομαι]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περικυκλόω:''' преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> [[брать в кольцо]], [[окружать]] (τινα Xen., Arst., NT);<br /><b class="num">2)</b> [[обходить]], [[ходить кругом]], [[кружить]]: ἀναβάθρας π. Luc. всходить по винтовой лестнице.
|lstext='''περικυκλόω''': ὡς καὶ νῦν περικυκλώνω, [[ὅταν]] γὰρ ἀθρόως περικυκλώσωσι (τοὺς δελφῖνας) τοῖς μονοξύλοις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 11· φλοιὸν τὸν περικυκλοῦντα τὸν καρπὸν, τὸν περιβάλλοντα, ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 1. 3, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΘ΄, 4, κτλ.)· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περικυκλώνω ἐχθρόν, Ἡρόδ. 8. 78, Ξεν. Ἀνάβ. 6. 3, 11, κτλ.· ἐν τμήσει, Ἀριστοφ. Ὄρν. 346. ΙΙ. ἀμεταβ., [[περιέρχομαι]], Λουκ. Ὠκύπ. 63.
}}
{{elnl
|elnltext=περικυκλόω [περί, κύκλος] omsingelen, ook med.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj