πλατός: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ή, όν :<br />dont on peut s'approcher.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πελάω]].
|btext=ή, όν :<br />dont on peut s'approcher.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πελάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλᾱτός''': -ή, -όν, ([[πελάζω]]) ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, οὐ πλατοῖσι φυσιάμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl, (Εὐρ. Μήδ. 149) ἀντὶ πλαστοῖσι· ― ὅμοιον [[σφάλμα]] συνεχῶς ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, [[ἄπλαστος]] ἀντὶ [[ἄπλατος]]. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 79. 13, Φώτ.
|elnltext=πλᾱτός --όν [πελάζω] benaderbaar:. οὐ πλατοῖσι φυσιάμασιν met afstotelijk geblaas Aeschl. Eum. 53.
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾱτός:''' [adj. verb. к [[πελάω]] к которому можно приблизиться: οὐ πλατὰ φυσιάματα Aesch. ядовитое дыхание (Горгон).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''πλᾱτός:''' -ή, -όν, συντετμ. αντί <i>πελᾱτός</i>, [[προσιτός]], προσεγγίσιμος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πλᾱτός:''' -ή, -όν, συντετμ. αντί <i>πελᾱτός</i>, [[προσιτός]], προσεγγίσιμος, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλᾱτός:''' [adj. verb. к [[πελάω]] к которому можно приблизиться: οὐ πλατὰ φυσιάματα Aesch. ядовитое дыхание (Горгон).
|lstext='''πλᾱτός''': -ή, -όν, ([[πελάζω]]) ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, οὐ πλατοῖσι φυσιάμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl, (Εὐρ. Μήδ. 149) ἀντὶ πλαστοῖσι· ― ὅμοιον [[σφάλμα]] συνεχῶς ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, [[ἄπλαστος]] ἀντὶ [[ἄπλατος]]. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 79. 13, Φώτ.
}}
{{elnl
|elnltext=πλᾱτός -ή -όν [πελάζω] benaderbaar:. οὐ πλατοῖσι φυσιάμασιν met afstotelijk geblaas Aeschl. Eum. 53.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλᾱτός, ή, όν [shortd. for πελᾰτός]<br />[[approachable]], Aesch.
|mdlsjtxt=πλᾱτός, ή, όν [shortd. for πελᾰτός]<br />[[approachable]], Aesch.
}}
}}