συμμαθητής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />condisciple.<br />'''Étymologie:''' [[συμμανθάνω]].
|btext=ής, ές :<br />condisciple.<br />'''Étymologie:''' [[συμμανθάνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμμᾰθητής''': -οῦ, , ὡς καὶ νῦν, [[ἐκεῖσε]] ἄλλους συμμαθητάς μοι φοιτᾶν Πλάτ. Εὐθύδ. 272C· ἐγένονθ’ ἑαυτῶν συμμαθηταὶ τῆς τέχνης, μανθάνοντες ἢ διδασκόμενοι [[ὁμοῦ]] τὴν τέχνην, Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 2.
|elnltext=συμ-μαθητής -οῦ, ὁ medeleerling, medediscipel.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμαθητής:''' οῦ ὁ [[соученик]] Plat.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''συμμᾰθητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που μαθαίνει ή διδάσκεται από κοινού με άλλον ή άλλους, [[συμμαθητής]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συμμᾰθητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που μαθαίνει ή διδάσκεται από κοινού με άλλον ή άλλους, [[συμμαθητής]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμμαθητής:''' οῦ ὁ [[соученик]] Plat.
|lstext='''συμμᾰθητής''': -οῦ, , ὡς καὶ νῦν, [[ἐκεῖσε]] ἄλλους συμμαθητάς μοι φοιτᾶν Πλάτ. Εὐθύδ. 272C· ἐγένονθ’ ἑαυτῶν συμμαθηταὶ τῆς τέχνης, μανθάνοντες ἢ διδασκόμενοι [[ὁμοῦ]] τὴν τέχνην, Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-μαθητής -οῦ, ὁ medeleerling, medediscipel.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj