συνερανίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=rassembler l'argent d'une cotisation ; <i>simpl.</i> rassembler, réunir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐρανίζω]].
|btext=rassembler l'argent d'une cotisation ; <i>simpl.</i> rassembler, réunir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐρανίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνερᾰνίζω''': ἀπὸ κοινοῦ [[συνεισφέρω]], τὰς χρείας ἀλλήλοις συνηράνιζον Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 9, πρβλ. Διογ. Λ. 4. 38. ― Μέσ., [[δέχομαι]] συνεισφοράς, Πλουτ. Ἀγ. 35. ΙΙ. [[συλλέγω]], [[συνάγω]], [[συναθροίζω]], «μαζεύω», τοσοῦτον βόρβορον συνερανίσας κατήντλησάς μου Λουκ. Λεξιφ. 17· παραδείγματα Πλούτ. 2. 963Β, κτλ. ― Παθητ., συνηρανισμένος ἐκ συγκλύδων [[ὄχλος]], συνηθροισμένος τυχαίως ἐκ..., Πλάτ. Ἀξ. 369Α, παρ. Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 295, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 3.
|elnltext=συν-ερανίζω bij elkaar rapen. [Plat.] Ax. 369a. med., abs. bijdragen voor zich verzamelen. Plut. Ages. 35.6.
}}
{{elru
|elrutext='''συνερᾰνίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[устраивать складчину]]: τινὶ ἐπαρκεῖν καὶ σ. Diog. L. устраивать складчину для помощи кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[собирать]], [[скапливать]] (παραδείγματα Plut.): τὸ ἐκ τούτων συνερανισμένον Sext. составленное из этих (признаков целое).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συνερᾰνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συνεισφέρω]] από κοινού, [[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]], [[συναθροίζω]], σε Λουκ. — Μέσ., [[δέχομαι]] συνεισφορές, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συνερᾰνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συνεισφέρω]] από κοινού, [[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]], [[συναθροίζω]], σε Λουκ. — Μέσ., [[δέχομαι]] συνεισφορές, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνερᾰνίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[устраивать складчину]]: τινὶ ἐπαρκεῖν καὶ σ. Diog. L. устраивать складчину для помощи кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[собирать]], [[скапливать]] (παραδείγματα Plut.): τὸ ἐκ τούτων συνερανισμένον Sext. составленное из этих (признаков целое).
|lstext='''συνερᾰνίζω''': ἀπὸ κοινοῦ [[συνεισφέρω]], τὰς χρείας ἀλλήλοις συνηράνιζον Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 9, πρβλ. Διογ. Λ. 4. 38. ― Μέσ., [[δέχομαι]] συνεισφοράς, Πλουτ. Ἀγ. 35. ΙΙ. [[συλλέγω]], [[συνάγω]], [[συναθροίζω]], «μαζεύω», τοσοῦτον βόρβορον συνερανίσας κατήντλησάς μου Λουκ. Λεξιφ. 17· παραδείγματα Πλούτ. 2. 963Β, κτλ. ― Παθητ., συνηρανισμένος ἐκ συγκλύδων [[ὄχλος]], συνηθροισμένος τυχαίως ἐκ..., Πλάτ. Ἀξ. 369Α, παρ. Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 295, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 3.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-ερανίζω bij elkaar rapen. [Plat.] Ax. 369a. med., abs. bijdragen voor zich verzamelen. Plut. Ages. 35.6.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[join]] in contributing, to [[collect]], Luc.:—Mid. to [[receive]] contributions, Plut.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[join]] in contributing, to [[collect]], Luc.:—Mid. to [[receive]] contributions, Plut.
}}
}}