3,273,733
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> confusion, mélange;<br /><b>2</b> bouleversement, ruine ; violation de lois, de traités, de serments;<br /><b>3</b> trouble de l'esprit, confusion, stupeur.<br />'''Étymologie:''' [[συγχέω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> confusion, mélange;<br /><b>2</b> bouleversement, ruine ; violation de lois, de traités, de serments;<br /><b>3</b> trouble de l'esprit, confusion, stupeur.<br />'''Étymologie:''' [[συγχέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σύγχυσις -εως, ἡ, Att. ook ξύγχυσις [συγχέω] het door elkaar gooien, vermenging, verwarring. het overhoop gooien, verwoesting, vernietiging. overdr. verwarring, onrust:. σύγχυσιν ἔχοντες in verwarring Eur. IA 1128; ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως de stad werd vervuld van verwarring NT Act. Ap. 19.29. m. b.t. verdragen en wetten etc. het omverwerpen, schending, verbreking:. τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν de schending van eden en verdragen Plat. Resp. 379e. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύγχῠσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[слияние]], [[смешение]] (sc. τῶν χυμῶν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[стирание]], [[сглаживание]] ([[ὅρων]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[разрушение]], [[уничтожение]] (δόμων Eur.; sc. κόσμου Plut.): σ. βίου Eur. гибель;<br /><b class="num">4)</b> [[смущение]], [[смятение]] (ἐπλήσθη ἡ [[πόλις]] τῆς συγχύσεως NT): σύγχυσιν ἔχειν Eur. быть смущенным; σ. ὀμμάτων Eur. смущенный взгляд;<br /><b class="num">5)</b> [[нарушение]] (τῶν σπονδῶν Thuc.; ὁρκίων Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''σύγχῡσις:''' -εως, ἡ ([[συγχέω]]),<br /><b class="num">I.</b> ανάμειξη, [[ανακάτεμα]], [[σύγχυση]], [[ανακατωσούρα]], [[μπέρδεμα]], σε Ευρ.· <i>σύγχυσιν ἔχειν</i>, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] σύγχυσης, ταραχής, αναστάτωσης, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για συμβόλαια και συνθήκες, [[παραβίαση]], [[αθέτηση]], σε Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''σύγχῡσις:''' -εως, ἡ ([[συγχέω]]),<br /><b class="num">I.</b> ανάμειξη, [[ανακάτεμα]], [[σύγχυση]], [[ανακατωσούρα]], [[μπέρδεμα]], σε Ευρ.· <i>σύγχυσιν ἔχειν</i>, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] σύγχυσης, ταραχής, αναστάτωσης, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για συμβόλαια και συνθήκες, [[παραβίαση]], [[αθέτηση]], σε Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σύγχῠσις''': -εως, ἡ, ([[συγχέω]]) τὸ συγχέειν, [[σύμμιξις]], ἡ τῶν ὅλων σ. Ἱππ. 1174F· σ. ποιεῖσθαι Πολύβ. 30. 13, 7· σύγχυσιν λαβεῖν Πλούτ. 2. 990Α· σ. ὅρων [[αὐτόθι]] 122Β σ. literularum, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 9, 1· πολιτικὴ ταραχὴ καὶ [[ἀκαταστασία]], τῆς σ. πολιτείας [[αὐτόθι]] 7. 8, 4. 2) [[σύγχυσις]], [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], βίου, δόμων Εὐρ. Ἀνδρ. 292, 959. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ ὕφους, [[σύγχυσις]], [[ἀσάφεια]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ταραχή]], [[σύγχυσις]], Λουκ. Νιγρῖν. 35, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 8· σ. ἔχειν, συγχεῖσθαι, συνταράττεσθαι, Εὐρ. Ι. Α. 354, 1128. σ. ὀμματίων Ἀνθ. Π. 5. 130. ΙΙΙ. ἐπὶ συνθηκῶν καὶ τῶν ὁμοίων, [[παράβασις]], τῶν σπονδῶν Θουκ. 1. 146, 5. 46· νόμων Ἰσοκρ. 64C· σ. ὁρκίων Πλουτ. Ἀλκιβ. 14, ― ἐπιγραφὴ τοῦ πρώτου [[ἡμίσεος]] τοῦ Δ. τῆς Ἰλ., πρβλ. στίχ. 269, Πλάτ. Πολ. 379Ε. 2) διατάραξις, [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |