τύπτω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>avec double conjug. : du th.</i> τυπ- <i>ao.</i> ἔτυψα, <i>ao.2</i> ἔτυπον, <i>Pass. ao.2</i> ἐτύπην, <i>pf.</i> τέτυμμαι ; <i>parallèlement, du th.</i> τυπτε- : <i>f.</i> τυπτήσω, <i>ao.</i> ἐτύπτησα, <i>pf.</i> τετύπτηκα, <i>Pass. f.</i> τυπτήσομαι, <i>pf.</i> τετύπτημαι;<br />frapper de près <i>(p. opp. à [[βάλλω]] frapper de loin) ; particul.</i> :<br /><b>1</b> frapper, battre : τύπτειν ῥοπάλοισον IL frapper avec des bâtons noueux ; τινα σκήπτρῳ SOPH frapper qqn avec un bâton;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> frapper avec une arme, blesser : τ. ξίφει IL frapper avec un glaive ; τ. μνηστῆρας OD frapper parmi les prétendants ; [[σχεδίην]] IL porter un coup ; τ. ἠέρα IL frapper dans le brouillard ; <i>Pass.</i> être frappé, blessé;<br /><b>3</b> <i>en parl. de blessures faites par des animaux ou des objets inanimés</i> frapper, piquer, blesser ; <i>en ces divers sens, la place où l'on est frappé, atteint ou blessé se met à l'acc. ou se désigne au moyen de prépos.</i> γαστέρα [[γάρ]] μιν τύψε παρ’ ὀμφαλόν IL il l'atteignit au ventre, près du nombril ; τ. τινὰ [[ἐς]] τὸν ὦμον XÉN frapper qqn à l'épaule;<br /><b>4</b> <i>p. anal.</i> frapper, heurter, fouler : τ. χθόνα μετώπῳ OD frapper le sol avec le front, <i>càd</i> tomber blessé ; ἴχνια πόδεσσιν IL presser la trace avec les pieds, <i>càd</i> suivre de très près (avant que la poussière soit retombée) ; ἅλα ἐρέτμοις OD frapper la mer avec des rames, ramer;<br /><b>5</b> <i>fig.</i> frapper : ἡ ἀληθηΐη ἔτυψε Καμβύσεα HDT la vérité frappa Cambyse ; τὸν δ’ [[ἄχος]] κατὰ φρένα τύψε βαθείαν IL la douleur le blessa au plus profond de l'âme;<br /><i><b>Moy.</b></i> τύπτομαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> se frapper, <i>particul.</i> se frapper la poitrine en signe de deuil : τύπτεσθαί τινα HDT porter le deuil de qqn;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> frapper sur soi-même : τὰ πρόσωπα τυπτόμενοι καὶ βοῶντες PLUT se frappant le visage et criant.<br />'''Étymologie:''' R. Τυπ, frapper.
|btext=<i>avec double conjug. : du th.</i> τυπ- <i>ao.</i> ἔτυψα, <i>ao.2</i> ἔτυπον, <i>Pass. ao.2</i> ἐτύπην, <i>pf.</i> τέτυμμαι ; <i>parallèlement, du th.</i> τυπτε- : <i>f.</i> τυπτήσω, <i>ao.</i> ἐτύπτησα, <i>pf.</i> τετύπτηκα, <i>Pass. f.</i> τυπτήσομαι, <i>pf.</i> τετύπτημαι;<br />frapper de près <i>(p. opp. à [[βάλλω]] frapper de loin) ; particul.</i> :<br /><b>1</b> frapper, battre : τύπτειν ῥοπάλοισον IL frapper avec des bâtons noueux ; τινα σκήπτρῳ SOPH frapper qqn avec un bâton;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> frapper avec une arme, blesser : τ. ξίφει IL frapper avec un glaive ; τ. μνηστῆρας OD frapper parmi les prétendants ; [[σχεδίην]] IL porter un coup ; τ. ἠέρα IL frapper dans le brouillard ; <i>Pass.</i> être frappé, blessé;<br /><b>3</b> <i>en parl. de blessures faites par des animaux ou des objets inanimés</i> frapper, piquer, blesser ; <i>en ces divers sens, la place où l'on est frappé, atteint ou blessé se met à l'acc. ou se désigne au moyen de prépos.</i> γαστέρα [[γάρ]] μιν τύψε παρ’ ὀμφαλόν IL il l'atteignit au ventre, près du nombril ; τ. τινὰ [[ἐς]] τὸν ὦμον XÉN frapper qqn à l'épaule;<br /><b>4</b> <i>p. anal.</i> frapper, heurter, fouler : τ. χθόνα μετώπῳ OD frapper le sol avec le front, <i>càd</i> tomber blessé ; ἴχνια πόδεσσιν IL presser la trace avec les pieds, <i>càd</i> suivre de très près (avant que la poussière soit retombée) ; ἅλα ἐρέτμοις OD frapper la mer avec des rames, ramer;<br /><b>5</b> <i>fig.</i> frapper : ἡ ἀληθηΐη ἔτυψε Καμβύσεα HDT la vérité frappa Cambyse ; τὸν δ’ [[ἄχος]] κατὰ φρένα τύψε βαθείαν IL la douleur le blessa au plus profond de l'âme;<br /><i><b>Moy.</b></i> τύπτομαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> se frapper, <i>particul.</i> se frapper la poitrine en signe de deuil : τύπτεσθαί τινα HDT porter le deuil de qqn;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> frapper sur soi-même : τὰ πρόσωπα τυπτόμενοι καὶ βοῶντες PLUT se frappant le visage et criant.<br />'''Étymologie:''' R. Τυπ, frapper.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τύπτω''': μέλλ. τύψω, πρῶτον παρὰ Νόννῳ· ἀλλ’ ἀόρ. α΄ ἔτυψα Ἰλ. Ν. 529, κ. ἀλλ., Ἡρόδ., ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττικ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 156 (λυρ.), Λυσίου Ἀποσπ. 10. 2, Ἀττικ. μέλλ. τυπτήσω Ἀριστοφ. Νεφ. 1444, Πλ. 20, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292Β· ἀόριστ. α΄ ἐτύπτησα πρῶτον ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12. 13 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Muret. τι πταίσωσι)· ― ἀόρ. β΄ ἔτῠπον μόνον ἐν Εὐρ. Ἴωνι 767, Ἐπικ. μετοχ. τετυπόντες Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 61· ― πρκμ. τέτῠφα μόνον παρὰ τῷ Χοιροβ. σ. 564· τετύπηκα Πολυδ. Θ΄. 129, Φιλόστρ. 588. ― Μέσ., παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγενεστ. πεζογράφοις: ἀόρ. α΄ ἐτυψάμην Λουκ. Ὄνος 14, (ἀπ-) Ἡρόδ. 2. 40· μέλλ. (ἐπὶ παθητ. σημασίας) τυπτήσομαι ἢ τῠπήσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1379. ― Παθ., ἀόρ. α΄ ἐτύφθην Πλουτ. Γάλβ. 26, κλπ.· ἐτυπτήθην Ζηνόβ. ἐν Παροιμιογρ. 2. 68· ἀόρ. β΄ ἐτύπην [] παρ’ Ὁμήρῳ, Ἀττικ. ποιηταῖς καὶ μεταγεν. πεζογράφοις: ― πρκμ. τέτυμμαι Ἰλ. Ν. 782, Αἰσχύλ. Θήβ. 889, Εὐμ. 509 (λυρ.), ἀπαρ. τετύφθαι Ἡρόδ. 3. 64· τετύπτημαι Λουκ. Δημώνακτος Βίος 16. ― Παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττικ. ὁ ἀόρ. παρελαμβάνετο ἐκ τοῦ [[παίω]] [[πατάσσω]], π. χ. τύπτει... καὶ καταβάλλει πατάξας Λυσί. 136. 22· ὁ δὲ πρκμ. ἐκ τοῦ [[πλήσσω]]· φαίνεται δὲ ὅτι ἀπέφευγον καὶ τὴν χρῆσιν τοῦ παθητ., ἴδε [[πλήσσω]] ἐν τέλει. (Ἡ √ΤΥΠ φαίνεται ἐν τῷ ἀορ. β΄, ἐν ταῖς λέξεσι τύπος, τύπανον, τυπάς, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. tup, tump, tump-âmi, tôp-âmi (laedo)· Σλαυ. tap-ŭ·(obt-sus), tet-i (τύπτειν) ἀλλ’ ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ἀποβαλοῦσα τὸ [[γράμμα]] s, πρβλ. Ἀρχ. Γερμαν. stumpf (mancus)· Ἀρχ. Σκανδιν. stúfr (stump)). Κτυπῶ, πλήττω, [[κυρίως]] διὰ ῥάβδου ἢ ξύλου. τύπτουσιν ῥοπάλοισιν (ἐξυπακ. τὸν ὄνον) Ἰλ. Λ. 561· ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρῳ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, κτυπῶ διὰ πολεμικοῦ ὅπλου, φασγάνῳ, ἄορι, ξίφει, δουρί, ἔγχεσι τύπτειν Δ. 531, Ν. 529, κ. ἀλλ.· τ. τινὰ σκήπτρῳ ἐκ χειρὸς Σοφ. Ο. Τ. 811· μάστιγι Πλάτ., κλπ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., τύψον (δηλ. πληγὴν) δὲ [[σχεδίην]], «ἐκ τοῦ [[σύνεγγυς]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 830· πληγὰς τ. τινὰ Ἀντιφῶν 127. 13, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2· ― τὸ κτυπηθὲν [[μέρος]] [[ἐνίοτε]] κατ’ αἰτ., γαστέρα γάρ μιν τύψε παρ’ ὀμφαλὸν Ἰλ. Φ. 180, πρβλ. Πινδ. Ν. 9. 62, Εὐρ., κλπ.· ἢ μετὰ προθέσεως, [αὐτὸν] κατὰ γαστέρα τύψεν Ἰλ. Ρ. 313· οὕτω, τ. εἰς τὸν ὦμον Ξεν. Κύρ. 5. 4, 5· ἐπὶ κόρρης Πλάτ. Γοργ. 527Α· ― ἀπολ., κτυπῶ, τύπτε δ’ [[ἐπιστροφάδην]] Ἰλ. Φ. 20, πρβλ. Ὀδ. Χ. 309 τ. καὶ πνίγων Ἀντιφῶν 125. 39. 2) παρὰ Πολυδ. Γ΄, 53, 4, λέγεται ἔτι καὶ ἐπὶ τῶν βαλλομένων πραγμάτων, βελῶν, ἀκοντίων καὶ τῶν τοιούτων· ἐν ᾧ ὁ Ὅμηρ. ἀντιτίθησι τὸ τύπτειν πρὸς τὸ βάλλειν, ἢ δουρὶ τυπεὶς ἢ βλημένος ἰῷ Ἰλ. Λ. 206, Ο. 495, κτλ.· ― [[ὕστερον]] [[ὡσαύτως]], κεντῶ, πλήττω διὰ κέντρου, [[ὄφις]] μ’ ἔτυψε μικρὸς Ἀνακρεόντ. 36. 10· ὑπὸ σφηκῶν τύπτεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 12· [[κάκτος]] τ. [[πόδα]] τινὸς Θεόκρ. 10, 4· οἱ βασιλεῖς μελιττῶν... οὐ τύπτουσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 21, 5. 3) μεταφορ., [[ἄχος]] ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν, [[ὀξεῖα]] [[θλῖψις]] ἐπλήγωσε τὴν καρδίαν του βαθέως, Ἰλ. Τ. 125· ἡ ἀληθηίη ἔτυψε Κομβύσεα Ἡρόδ. 3. 64· ἔτυπεν ὀδύνα με πνευμόνων ἔσω Εὐρ. Ἴων 767· ξυμφορᾷ τετυμμένος Αἰσχύλ. Εὐμ. 509· ἀνίαις τυπεὶς Πινδ. Ν. 1. 81. 4) ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς Ὀδ. Δ. 580, Ι. 104, κτλ.· χθόνα μετώπῳ τύπτειν, δηλ. πίπτειν κατὰ κεφαλῆς, Χ. 86· ἴχνια πόδεσσι τύπτειν, βαίνειν ἐπὶ τὰ ἴχνη [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Ψ. 764· ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα Ζ. 117· ― ἀπολ., [[Ζέφυρος]] λαίλαπι τύπτων, κτυπῶν, ὁρμῶν, προσβάλλων διὰ λαίλαπος Λ. 306, πρβλ. Πινδ. Π. 6. 13· ἴδε ἐν λ. [[ὑποτύπτω]]. ΙΙ. Μέσ., τύπτομαι, κτυπῶ ἐμαυτόν, «χτυπιοῦμαι», [[μάλιστα]] ὡς τὸ κόπτομαι, Λατιν. plangor, κτυπῶ τὰ στήθη μου ἐκ θλίψεως, Ἡρόδ. 2, 61, μετ’ αἰτιατ. προσώπ., θρηνῶ διά τινα, ὁ αὐτ. 2. 42. 61, 132· ἴδε ἐν λ. [[κόπτω]], [[τίλλω]], Heyne Tibull. 1. 7, 28. III. Παθ., τύπτομαι, κτυποῦμαι, πλήττομαι, δουρὶ τυπεὶς Ἰλ. Λ. 191· ὑπὸ δουρὶ [[αὐτόθι]] 433· δορὸς ὕπο Ἀριστοφ. Ἀχ. 1194· κράτων τυπτομένων Ὀδ. Χ. 309. 2) μετὰ συστοίχου αἰτ., [[λαμβάνω]] [[πληγάς]], κτυπήματα, ἕλκεα, ὅσσ’ ἐτύπη Ἰλ. Ω. 421· τύπτομαι πολλὰς (ἐξυπακ. πληγὰς) Ἀριστοφ. Νεφ. 972, πρβλ. Εἰρ. 644, Βατρ. 636, Αἰσχίν. 19. 30· οὕτω μετὰ δοτικ., καιρίῃ (ἐξυπακ. πληγῇ) τετύφθαι Ἡρόδ. 3. 64· ἴδε ἀνωτ. Ι. 1.
|elnltext=τύπτω, aor. ἔτυψα, soms ἔτυπον, pass. ἐτύπην, laat ook ἐτύφθην; perf. med. τέτυμμαι, laat ook τετύπτημαι fut. τυπτήσω act. slaan, stoten, treffen, met acc.; overdr. pijn doen:; τὸν δ’ ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν hem raakte een scherp verdriet diep in zijn hart Il. 19.125; Καμβύσεα ἔτυψε ἡ ἀληθείη de waarheid drong met een klap tot Cambyses door Hdt. 3.64.1; van dieren steken:; ὑπὸ πολλῶν ( σφηκῶν ) τύπτεσθαι door vele wespen gestoken worden Xen. Hell. 4.2.12; van planten prikken:. τὸν πόδα κάκτος ἔτυψε een cactus prikte in zijn voet Theocr. Id. 10.4. med. zich slaan (als teken van rouw).
}}
{{elru
|elrutext='''τύπτω:''' (fut. τυπτήσω, aor. 1 ἔτυψα - Arst. ἐτύπτησα, aor. 2 ἔτῠπον; pass.: aor. 1 ἐτύφθην, aor. 2 [[ἐτύπην]] с ῠ, pf. [[τέτυμμαι]] - поздн. τετύπτημαι; inf. pf. pass. [[τετύφθαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[бить]], [[ударять]] (ῥοπάλοισιν, sc. ὄνον Hom.): σκήπτρῳ τυπείς Soph. получив удар палкой; τ. τινὰ ἐπὶ κόρρης Plat. дать кому-л. пощечину; τύπτεσθαι μάστιγι [[πεντήκοντα]] [[πληγάς]] Aeschin. получать пятьдесят ударов кнутом; τὸν [[πρόσωπον]] τύπτεσθαι Plut. наносить себе удары в лицо (в знак скорби); ἅλα τ. ἐρετμοῖς Hom. ударять море веслами, т. е. грести; τ. χθόνα μετώπῳ Hom. хлопнуться о землю лбом; ἴχνια τ. [[πόδεσσι]] Hom. спешить по (чьим-л.) следам;<br /><b class="num">2)</b> [[поражать]], [[ранить]] (ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν Hom.; τὴν συνείδησίν τινος NT): γαστέρα и κατὰ γαστέρα τ. Hom. ранить в живот; καιρίῃ (sc. πληγῇ) [[τετύφθαι]] Her. быть смертельно раненым; πλευρὰ φασγάνῳ τυπείς Eur. раненный мечом в бок; τοῖς λίθοις τ. τινά Polyb. поражать кого-л. камнями, т. е. метать в кого-л. камни;<br /><b class="num">3)</b> [[жалить]], [[колоть]] (τινά Anacr.; [[πόδα]] τινός Theocr.; ὑπὸ σφηκῶν τύπτεσθαι Xen.);<br /><b class="num">4)</b> перен. [[поражать]], [[глубоко задевать]]: τὸν δ᾽ [[ἄχος]] ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε Hom. острая боль пронзила его душу; ἡ [[ἀληθηΐη]] τῶν λόγων ἔτυψε (τὸν Καμβύσεα) Her. правдивость этих слов сразу осенила Камбиса; ξυμφορᾷ τετυμμένος Aesch. постигнутый несчастьем;<br /><b class="num">5)</b> (об ударах, ранах и т. п.) наносить, причинять (ἕλκεα Hom.);<br /><b class="num">6)</b> med. (с нанесением себе ударов) сокрушаться, предаваться скорби Her.: τύπτεσθαί τινα Her. горестно оплакивать кого-л.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 40: Line 43:
|lsmtext='''τύπτω:''' (√<i>ΤῨΠ</i>), Επικ. παρατ. <i>τύπτον</i>· μέλ. <i>τύψω</i>, Αττ. <i>τυπτήσω</i>· αόρ. <i>ἔτυψα</i>, μεταγεν. <i>ἐτύπτησα</i> — Παθ., αόρ. <i>ἐτύφθην</i>, αόρ. βʹ [[ἐτύπην]] [ῠ]· μέλ. <i>τῠπήσομαι</i>· απαρ. παρακ. <i>τετύφθαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἴχνια τύπτιν</i>, περπατά στα ίχνη του, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[Ζέφυρος]] λαίλαπι τύπτων, ο [[δυτικός]] [[άνεμος]] χτυπά με [[μανία]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ἄχος]] κατὰ φρένα τύψε, [[μεγάλη]] [[θλίψη]] πλήγωσε την [[καρδιά]] του [[βαθιά]], στο ίδ.· <i>ἡ ἀληθείη ἔτυψε Καμβύσεα</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. όπως το <i>κόπτομαι</i>, Λατ. [[plangor]], [[χτυπώ]] τα στήθη μου από [[θλίψη]], στον ίδ.· με αιτ. προσ., [[θρηνώ]] για κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ., χτυπούμαι, πλήττομαι, τραυματίζομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[δέχομαι]] [[προσβολή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αντ., [[λαμβάνω]] πληγές, χτυπήματα, <i>ἕλκεα</i>, <i>ὅσσ' ἐτύπη</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τύπτομαι πολλὰς</i> (ενν. [[πληγάς]]), [[δέχομαι]] [[πολλά]] χτυπήματα, σε Αριστοφ.· ομοίως, με δοτ. <i>καιρίῃ</i> (ενν. <i>πληγῇ</i>) <i>τετύφθαι</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''τύπτω:''' (√<i>ΤῨΠ</i>), Επικ. παρατ. <i>τύπτον</i>· μέλ. <i>τύψω</i>, Αττ. <i>τυπτήσω</i>· αόρ. <i>ἔτυψα</i>, μεταγεν. <i>ἐτύπτησα</i> — Παθ., αόρ. <i>ἐτύφθην</i>, αόρ. βʹ [[ἐτύπην]] [ῠ]· μέλ. <i>τῠπήσομαι</i>· απαρ. παρακ. <i>τετύφθαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἴχνια τύπτιν</i>, περπατά στα ίχνη του, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[Ζέφυρος]] λαίλαπι τύπτων, ο [[δυτικός]] [[άνεμος]] χτυπά με [[μανία]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ἄχος]] κατὰ φρένα τύψε, [[μεγάλη]] [[θλίψη]] πλήγωσε την [[καρδιά]] του [[βαθιά]], στο ίδ.· <i>ἡ ἀληθείη ἔτυψε Καμβύσεα</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. όπως το <i>κόπτομαι</i>, Λατ. [[plangor]], [[χτυπώ]] τα στήθη μου από [[θλίψη]], στον ίδ.· με αιτ. προσ., [[θρηνώ]] για κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ., χτυπούμαι, πλήττομαι, τραυματίζομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[δέχομαι]] [[προσβολή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αντ., [[λαμβάνω]] πληγές, χτυπήματα, <i>ἕλκεα</i>, <i>ὅσσ' ἐτύπη</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τύπτομαι πολλὰς</i> (ενν. [[πληγάς]]), [[δέχομαι]] [[πολλά]] χτυπήματα, σε Αριστοφ.· ομοίως, με δοτ. <i>καιρίῃ</i> (ενν. <i>πληγῇ</i>) <i>τετύφθαι</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τύπτω:''' (fut. τυπτήσω, aor. 1 ἔτυψα - Arst. ἐτύπτησα, aor. 2 ἔτῠπον; pass.: aor. 1 ἐτύφθην, aor. 2 [[ἐτύπην]] с ῠ, pf. [[τέτυμμαι]] - поздн. τετύπτημαι; inf. pf. pass. [[τετύφθαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[бить]], [[ударять]] (ῥοπάλοισιν, sc. ὄνον Hom.): σκήπτρῳ τυπείς Soph. получив удар палкой; τ. τινὰ ἐπὶ κόρρης Plat. дать кому-л. пощечину; τύπτεσθαι μάστιγι [[πεντήκοντα]] [[πληγάς]] Aeschin. получать пятьдесят ударов кнутом; τὸν [[πρόσωπον]] τύπτεσθαι Plut. наносить себе удары в лицо (в знак скорби); ἅλα τ. ἐρετμοῖς Hom. ударять море веслами, т. е. грести; τ. χθόνα μετώπῳ Hom. хлопнуться о землю лбом; ἴχνια τ. [[πόδεσσι]] Hom. спешить по (чьим-л.) следам;<br /><b class="num">2)</b> [[поражать]], [[ранить]] (ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν Hom.; τὴν συνείδησίν τινος NT): γαστέρα и κατὰ γαστέρα τ. Hom. ранить в живот; καιρίῃ (sc. πληγῇ) [[τετύφθαι]] Her. быть смертельно раненым; πλευρὰ φασγάνῳ τυπείς Eur. раненный мечом в бок; τοῖς λίθοις τ. τινά Polyb. поражать кого-л. камнями, т. е. метать в кого-л. камни;<br /><b class="num">3)</b> [[жалить]], [[колоть]] (τινά Anacr.; [[πόδα]] τινός Theocr.; ὑπὸ σφηκῶν τύπτεσθαι Xen.);<br /><b class="num">4)</b> перен. [[поражать]], [[глубоко задевать]]: τὸν δ᾽ [[ἄχος]] ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε Hom. острая боль пронзила его душу; ἡ [[ἀληθηΐη]] τῶν λόγων ἔτυψε (τὸν Καμβύσεα) Her. правдивость этих слов сразу осенила Камбиса; ξυμφορᾷ τετυμμένος Aesch. постигнутый несчастьем;<br /><b class="num">5)</b> (об ударах, ранах и т. п.) наносить, причинять (ἕλκεα Hom.);<br /><b class="num">6)</b> med. (с нанесением себе ударов) сокрушаться, предаваться скорби Her.: τύπτεσθαί τινα Her. горестно оплакивать кого-л.
|lstext='''τύπτω''': μέλλ. τύψω, πρῶτον παρὰ Νόννῳ· ἀλλ’ ἀόρ. α΄ ἔτυψα Ἰλ. Ν. 529, κ. ἀλλ., Ἡρόδ., ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττικ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 156 (λυρ.), Λυσίου Ἀποσπ. 10. 2, Ἀττικ. μέλλ. τυπτήσω Ἀριστοφ. Νεφ. 1444, Πλ. 20, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292Β· ἀόριστ. α΄ ἐτύπτησα πρῶτον ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12. 13 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Muret. τι πταίσωσι)· ― ἀόρ. β΄ ἔτῠπον μόνον ἐν Εὐρ. Ἴωνι 767, Ἐπικ. μετοχ. τετυπόντες Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 61· ― πρκμ. τέτῠφα μόνον παρὰ τῷ Χοιροβ. σ. 564· τετύπηκα Πολυδ. Θ΄. 129, Φιλόστρ. 588. ― Μέσ., παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγενεστ. πεζογράφοις: ἀόρ. α΄ ἐτυψάμην Λουκ. Ὄνος 14, (ἀπ-) Ἡρόδ. 2. 40· μέλλ. (ἐπὶ παθητ. σημασίας) τυπτήσομαι ἢ τῠπήσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1379. ― Παθ., ἀόρ. α΄ ἐτύφθην Πλουτ. Γάλβ. 26, κλπ.· ἐτυπτήθην Ζηνόβ. ἐν Παροιμιογρ. 2. 68· ἀόρ. β΄ ἐτύπην [] παρ’ Ὁμήρῳ, Ἀττικ. ποιηταῖς καὶ μεταγεν. πεζογράφοις: ― πρκμ. τέτυμμαι Ἰλ. Ν. 782, Αἰσχύλ. Θήβ. 889, Εὐμ. 509 (λυρ.), ἀπαρ. τετύφθαι Ἡρόδ. 3. 64· τετύπτημαι Λουκ. Δημώνακτος Βίος 16. ― Παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττικ. ὁ ἀόρ. παρελαμβάνετο ἐκ τοῦ [[παίω]] [[πατάσσω]], π. χ. τύπτει... καὶ καταβάλλει πατάξας Λυσί. 136. 22· ὁ δὲ πρκμ. ἐκ τοῦ [[πλήσσω]]· φαίνεται δὲ ὅτι ἀπέφευγον καὶ τὴν χρῆσιν τοῦ παθητ., ἴδε [[πλήσσω]] ἐν τέλει. (Ἡ √ΤΥΠ φαίνεται ἐν τῷ ἀορ. β΄, ἐν ταῖς λέξεσι τύπος, τύπανον, τυπάς, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. tup, tump, tump-âmi, tôp-âmi (laedo)· Σλαυ. tap-ŭ·(obt-sus), tet-i (τύπτειν) ἀλλ’ ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ἀποβαλοῦσα τὸ [[γράμμα]] s, πρβλ. Ἀρχ. Γερμαν. stumpf (mancus)· Ἀρχ. Σκανδιν. stúfr (stump)). Κτυπῶ, πλήττω, [[κυρίως]] διὰ ῥάβδου ἢ ξύλου. τύπτουσιν ῥοπάλοισιν (ἐξυπακ. τὸν ὄνον) Ἰλ. Λ. 561· ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρῳ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, κτυπῶ διὰ πολεμικοῦ ὅπλου, φασγάνῳ, ἄορι, ξίφει, δουρί, ἔγχεσι τύπτειν Δ. 531, Ν. 529, κ. ἀλλ.· τ. τινὰ σκήπτρῳ ἐκ χειρὸς Σοφ. Ο. Τ. 811· μάστιγι Πλάτ., κλπ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., τύψον (δηλ. πληγὴν) δὲ [[σχεδίην]], «ἐκ τοῦ [[σύνεγγυς]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 830· πληγὰς τ. τινὰ Ἀντιφῶν 127. 13, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2· ― τὸ κτυπηθὲν [[μέρος]] [[ἐνίοτε]] κατ’ αἰτ., γαστέρα γάρ μιν τύψε παρ’ ὀμφαλὸν Ἰλ. Φ. 180, πρβλ. Πινδ. Ν. 9. 62, Εὐρ., κλπ.· ἢ μετὰ προθέσεως, [αὐτὸν] κατὰ γαστέρα τύψεν Ἰλ. Ρ. 313· οὕτω, τ. εἰς τὸν ὦμον Ξεν. Κύρ. 5. 4, 5· ἐπὶ κόρρης Πλάτ. Γοργ. 527Α· ― ἀπολ., κτυπῶ, τύπτε δ’ [[ἐπιστροφάδην]] Ἰλ. Φ. 20, πρβλ. Ὀδ. Χ. 309 τ. καὶ πνίγων Ἀντιφῶν 125. 39. 2) παρὰ Πολυδ. Γ΄, 53, 4, λέγεται ἔτι καὶ ἐπὶ τῶν βαλλομένων πραγμάτων, βελῶν, ἀκοντίων καὶ τῶν τοιούτων· ἐν ᾧ ὁ Ὅμηρ. ἀντιτίθησι τὸ τύπτειν πρὸς τὸ βάλλειν, ἢ δουρὶ τυπεὶς ἢ βλημένος ἰῷ Ἰλ. Λ. 206, Ο. 495, κτλ.· ― [[ὕστερον]] [[ὡσαύτως]], κεντῶ, πλήττω διὰ κέντρου, [[ὄφις]] μ’ ἔτυψε μικρὸς Ἀνακρεόντ. 36. 10· ὑπὸ σφηκῶν τύπτεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 12· [[κάκτος]] τ. [[πόδα]] τινὸς Θεόκρ. 10, 4· οἱ βασιλεῖς μελιττῶν... οὐ τύπτουσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 21, 5. 3) μεταφορ., [[ἄχος]] ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν, [[ὀξεῖα]] [[θλῖψις]] ἐπλήγωσε τὴν καρδίαν του βαθέως, Ἰλ. Τ. 125· ἡ ἀληθηίη ἔτυψε Κομβύσεα Ἡρόδ. 3. 64· ἔτυπεν ὀδύνα με πνευμόνων ἔσω Εὐρ. Ἴων 767· ξυμφορᾷ τετυμμένος Αἰσχύλ. Εὐμ. 509· ἀνίαις τυπεὶς Πινδ. Ν. 1. 81. 4) ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς Ὀδ. Δ. 580, Ι. 104, κτλ.· χθόνα μετώπῳ τύπτειν, δηλ. πίπτειν κατὰ κεφαλῆς, Χ. 86· ἴχνια πόδεσσι τύπτειν, βαίνειν ἐπὶ τὰ ἴχνη [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Ψ. 764· ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα Ζ. 117· ― ἀπολ., [[Ζέφυρος]] λαίλαπι τύπτων, κτυπῶν, ὁρμῶν, προσβάλλων διὰ λαίλαπος Λ. 306, πρβλ. Πινδ. Π. 6. 13· ἴδε ἐν λ. [[ὑποτύπτω]]. ΙΙ. Μέσ., τύπτομαι, κτυπῶ ἐμαυτόν, «χτυπιοῦμαι», [[μάλιστα]] ὡς τὸ κόπτομαι, Λατιν. plangor, κτυπῶ τὰ στήθη μου ἐκ θλίψεως, Ἡρόδ. 2, 61, μετ’ αἰτιατ. προσώπ., θρηνῶ διά τινα, ὁ αὐτ. 2. 42. 61, 132· ἴδε ἐν λ. [[κόπτω]], [[τίλλω]], Heyne Tibull. 1. 7, 28. III. Παθ., τύπτομαι, κτυποῦμαι, πλήττομαι, δουρὶ τυπεὶς Ἰλ. Λ. 191· ὑπὸ δουρὶ [[αὐτόθι]] 433· δορὸς ὕπο Ἀριστοφ. Ἀχ. 1194· κράτων τυπτομένων Ὀδ. Χ. 309. 2) μετὰ συστοίχου αἰτ., [[λαμβάνω]] [[πληγάς]], κτυπήματα, ἕλκεα, ὅσσ’ ἐτύπη Ἰλ. Ω. 421· τύπτομαι πολλὰς (ἐξυπακ. πληγὰς) Ἀριστοφ. Νεφ. 972, πρβλ. Εἰρ. 644, Βατρ. 636, Αἰσχίν. 19. 30· οὕτω μετὰ δοτικ., καιρίῃ (ἐξυπακ. πληγῇ) τετύφθαι Ἡρόδ. 3. 64· ἴδε ἀνωτ. Ι. 1.
}}
{{elnl
|elnltext=τύπτω, aor. ἔτυψα, soms ἔτυπον, pass. ἐτύπην, laat ook ἐτύφθην; perf. med. τέτυμμαι, laat ook τετύπτημαι fut. τυπτήσω act. slaan, stoten, treffen, met acc.; overdr. pijn doen:; τὸν δ’ ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν hem raakte een scherp verdriet diep in zijn hart Il. 19.125; Καμβύσεα ἔτυψε ἡ ἀληθείη de waarheid drong met een klap tot Cambyses door Hdt. 3.64.1; van dieren steken:; ὑπὸ πολλῶν ( σφηκῶν ) τύπτεσθαι door vele wespen gestoken worden Xen. Hell. 4.2.12; van planten prikken:. τὸν πόδα κάκτος ἔτυψε een cactus prikte in zijn voet Theocr. Id. 10.4. med. zich slaan (als teken van rouw).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj