ψιλός: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> dégarni de cheveux, de poils, de plumes : ψιλὸν [[δέρμα]] OD peau sans poils, cuir nu ; ψιλὸς κεφαλήν HDT sans plumes sur la tête;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> dégarni :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> ψιλοὶ ἱππέων XÉN dégarnis de cavaliers, manquant de cavalerie ; [[γῆ]] ψιλὴ δενδρέων HDT terre dépouillée d'arbres;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la végétation</i> ψιλὴ [[ἄροσις]] IL champ cultivé sans arbres ; ψιλὸν [[πεδίον]] HDT plaine sans arbres;<br /><b>3</b> <i>en parl. d'équipement</i> [[τρόπις]] ψιλή OD carène détachée des flancs d'un navire ; ψιλὸς [[νέκυς]] SOPH mort nu, <i>càd</i> non recouvert de terre ; <i>p. anal.</i> sans armes, sans défense ; ψιλὴ [[κεφαλή]] XÉN tête nue, sans casque ; <i>abs.</i> sans armes défensives, <i>particul.</i> sans bouclier, sans lourde cuirasse, <i>en parl. des soldats armés à la légère (archers, frondeurs, etc.)</i> : τὸ ψιλόν XÉN les troupes légères ; ψιλὴ [[σκευή]] THC armement léger;<br /><b>4</b> <i>en parl. du son, de la voix ou du langage</i> ψιλὸν [[μέλος]] PLUT simple chant sans accompagnement ; ψιλὸς [[λόγος]] ARSTT le langage nu, <i>càd</i> dépourvu de rythme, la prose;<br /><b>5</b> <i>t. de gramm.</i> non aspiré : τὰ ψιλὰ σύμφωνα <i>ou</i> στοιχεῖα, les consonnes non aspirées, <i>particul.</i> les sourdes (πκτ) ; τὸ ψιλόν ([[πνεῦμα]]) l'esprit doux;<br /><b>III.</b> seul, unique : ψιλὸν [[ὄμμα]] SOPH œil unique qui me restait <i>en parl. d'Antigone, seul guide d'Œdipe aveugle</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ψίω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> dégarni de cheveux, de poils, de plumes : ψιλὸν [[δέρμα]] OD peau sans poils, cuir nu ; ψιλὸς κεφαλήν HDT sans plumes sur la tête;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> dégarni :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> ψιλοὶ ἱππέων XÉN dégarnis de cavaliers, manquant de cavalerie ; [[γῆ]] ψιλὴ δενδρέων HDT terre dépouillée d'arbres;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la végétation</i> ψιλὴ [[ἄροσις]] IL champ cultivé sans arbres ; ψιλὸν [[πεδίον]] HDT plaine sans arbres;<br /><b>3</b> <i>en parl. d'équipement</i> [[τρόπις]] ψιλή OD carène détachée des flancs d'un navire ; ψιλὸς [[νέκυς]] SOPH mort nu, <i>càd</i> non recouvert de terre ; <i>p. anal.</i> sans armes, sans défense ; ψιλὴ [[κεφαλή]] XÉN tête nue, sans casque ; <i>abs.</i> sans armes défensives, <i>particul.</i> sans bouclier, sans lourde cuirasse, <i>en parl. des soldats armés à la légère (archers, frondeurs, etc.)</i> : τὸ ψιλόν XÉN les troupes légères ; ψιλὴ [[σκευή]] THC armement léger;<br /><b>4</b> <i>en parl. du son, de la voix ou du langage</i> ψιλὸν [[μέλος]] PLUT simple chant sans accompagnement ; ψιλὸς [[λόγος]] ARSTT le langage nu, <i>càd</i> dépourvu de rythme, la prose;<br /><b>5</b> <i>t. de gramm.</i> non aspiré : τὰ ψιλὰ σύμφωνα <i>ou</i> στοιχεῖα, les consonnes non aspirées, <i>particul.</i> les sourdes (πκτ) ; τὸ ψιλόν ([[πνεῦμα]]) l'esprit doux;<br /><b>III.</b> seul, unique : ψιλὸν [[ὄμμα]] SOPH œil unique qui me restait <i>en parl. d'Antigone, seul guide d'Œdipe aveugle</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ψίω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψῑλός''': , -όν, Ι. ἐπὶ τοῦ ἐδάφους γῆς ἢ χώρας ἀδένδρου, ψιλὴν ἄροσιν, «ἄδενδρον χώραν, τὴν πρὸς τὸ σπείρεσθαι ἐπιτηδείαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 540· [[πεδίον]] μέγα τε καὶ ψιλὸν Ἡρόδ. 1. 80· ὁ [[λόφος]].. δασὺς ἴδῃσι ἐστί, ἐούσης τῆς ἄλλης Λιβύης ψιλῆς ὁ αὐτ. 4. 175· ἀπὸ ψιλῆς τῆς γῆς Πλάτ. Κριτί. 111D, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5, κλπ.· πλῆρες: γῆ ψιλὴ δενδρέων Ἡρόδ. 4. 19, 21· ἄδενδρα καὶ ψ., περὶ τῶν Ἄλπεων, Πολύβ. 3. 55, 9· τὰ ψιλὰ (ἐξυπακ. χωρία), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑλώδη, Ξεν. Κυνηγ. 5. 7· ψ. τόποι [[αὐτόθι]] 4. 6· ψιλὴ [[γεωργία]] ἡ καλλιεργία τῆς γῆς διὰ σῖτον καὶ τὰ ὅμοια, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεφυτευμένη (δηλαδ. δι’ [[ἀμπέλων]], ἐλαιῶν, καὶ τῶν ὁμοίων), Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 2, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 20, 1· οὕτω, «ψιλὴ γῆ: ἡ μὴ πεφυτευμένη» Φώτ. 654, 21 (Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 3), Δημ. 491. 27, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγραφ. 5774. 174· ἐλαῖαι, ὧν νῦν τὰ πολλὰ ἐκκέκοπται καὶ ἡ γῆ ψιλὴ γεγένηται Λυσίας 109. 4. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, γυμνὸς τριχῶν, ἄτριχος (πρβλ. [[λεῖος]] Ι. 3)· δέρμα.. γέροντος Ὀδ. Ν. 437· σὰρξ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. κτλ. 292· ἡμίκραιραν ψιλὴν ἔχων, ἔχων τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς ἐξυρημένον, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 227· ψιλαὶ γνάθοι [[αὐτόθι]] 583· τὴν ὀσφὺν κομιδῇ ψιλὴν Φερεκράτης ἐν «Αὐτομόλοις» 1· ἐπὶ κυνῶν ἐχόντων βραχεῖαν καὶ ὁμαλὴν τρίχωσιν, Ξεν. Κυνηγ. 3. 2· τὴν δίποδα ἀγέλην τῷ ψιλῷ καὶ τῷ πτεροφυεῖ τέμνειν (πρβλ. animal bipes implume) Πλάτ. Πολιτικ. 266Ε· ὁ [[ἄνθρωπος]] ψιλότατον κατὰ τὸ [[σῶμα]] τῶν πάντων ζῴων ἐστὶ Ἀριστοτ. περὶ Ζῴων Γεν. 2. 6, 55· [[οὕτως]], [[ἶβις]] ψιλὴν κεφαλήν, μὴ ἔχουσα πτερὰ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, φαλακρά, Ἡρόδ. 2. 76· ψιλὸς τὰ περὶ τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τῆς στρουθοκαμήλου, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 4. 14, 2· ― οὕτω καί, ψιλαὶ Περσικαί, Περσικοὶ τάπητες, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 197Β· [[τοιοῦτος]] [[τάπης]] καλεῖται [[ἁπλῶς]] ψιλή, Ἑβδ. (Ἰησ. Ζ΄, 21), πρβλ. [[ψιλόταπις]]. 2) [[καθόλου]], [[γυμνός]], μὴ κεκαλυμμένος, ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν, δηλ. μὴ ἔχοντα [[χῶμα]] [[ἐπάνω]] του, Σοφ. Ἀντιγ. 426. β) μετὰ γεν., [[γυμνός]] τινος, ἐστερημένος τινός, κεχωρισμένος ἀπό τινος, ψιλὴ σώματος οὖσα [ἡ ψυχὴ] Πλάτ. Νόμ. 899Α· τέχναι ψιλαὶ τῶν πράξεων ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 258D· ψ. ὅπλων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 834C· ἱππέων Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 3, 57· θηρία μεμονωμένα καὶ ψ. τῶν Ἰνδῶν Πολύβ. 11. 1, 12. γ) ἐστερημένος ἢ γυμνωθεὶς τῶν παραρτημάτων [[αὐτοῦ]], ὄφρ’ ἀπὸ τείχους λῦσε [[κλύδων]] τρόπιος· τὴν δὲ ψιλὴν [[φέρε]] [[κῦμα]], «μόνην καθ’ ἑαυτὴν» (Σχόλ.), Ὀδ. Μ. 421· ψ. [[θρίδαξ]], μαροῦλι οὗ τὰ πλάγια φύλλα ἀπεκόπησαν, ἀντίθετον τῷ [[δασέα]], Ἡρόδ. 4. 32, πρβλ. 108· ψ. μάχαιραι, μόνον μάχαιραι [[ἄνευ]] ἑτέρων ὅπλων, κτλ., Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 5, 58· [[θάλασσα]] ψ., μόνον [[θάλασσα]] καὶ οὐδὲν ἕτερον, Ἀριστείδ. 1. 522. ΙΙΙ. συχνότατα ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, οἱ ψιλοὶ (ἐξυπακουομ. τῶν ὅπλων), στρατιῶται ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι οἷοι οἱ τοξόται καὶ σφενδονῆται, ὡς τὸ γυμνῆτες, ἀντίθετον τὸ ὁπλῖται, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 9. 28, ἀκολούθως συχν. παρὰ Θουκ. π.χ. ὁπλίζει τὸν δῆμον, πρότερον ψ. [[ὄντα]] 3. 27, πρβλ. Ἀρρ. Τακτ. 3. 3· ὁ ψ. [[ὅμιλος]] Θουκ. 4. 125· οὕτω, τὸ ψιλόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁπλιτικόν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 17, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 1· [[ψιλός]], ἀντίθετον τῷ ὡπλισμένος, Σοφ. Αἴ. 1123, πρβλ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1029· οὕτω, ψιλὸς στρατεύσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 232· [[δύναμις]] ψιλὴ Ἀριστ. Πολ. 6. 7, 2· αἱ κοῦφαι καὶ ψιλαὶ ἐργασίαι, αἱ ἀνήκουσαι εἰς τοὺς ἐλαφρῶς ὡπλισμένους στρατιώτας, [[αὐτόθι]] 6. 7, 3· ψιλαῖς χερσὶν πρὸς καθωπλισμένους Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 2· ― [[ἀλλά]], ψ. ἔχων τὴν κεφαλήν, [[ἄνευ]] περικεφαλαίας, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 6· ψιλὸς [[ἵππος]], μὴ ἔχων τὴν ἀναγκαίαν σκευήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 7. 5· ― [[ἄοπλος]], ἀνυπεράσπιστος, [[ἀπροστάτευτος]], Σοφ. Φιλ. 953. IV. ψιλὸς [[λόγος]], δηλ. πεζὸς [[λόγος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ποίησιν, ἥτις ἔχει τὴν περιβολὴν τοῦ μέτρου, Πλάτ. Μενέξ. 239C· συχνότερον ἐν τῷ πληθ., ψ. λόγοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 669D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μέτρα, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 3· ἀλλὰ παρὰ Δημ. 830. 13, ψ. [[λόγος]], σημαίνει, [[ἁπλοῦς]] [[λόγος]], [[ἁπλοῦς]] ἰσχυρισμὸς μὴ στηριζόμενος ἐπὶ ἀποδείξεων· καὶ ἐν Πλάτ. Θεαίτ. 165Α, ψιλοὶ λόγοι εἰ.., ἁπλοὶ τύποι τοῦ συλλογίζεσθαι, διαλεκτικαὶ ἀφῃρημέναι ἔννοιαι· οὕτω, ψιλῶς λέγειν, δηλ. [[ἄνευ]] ἀποδείξεων, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 262C, πρβλ. Νόμ. 811Ε, Ἀριστοτ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 32, 3. 2) ψιλὴ [[ποίησις]], ἁπλῆ [[ποίησις]], [[ἄνευ]] μουσικῆς, δηλ. Επικὴ [[ποίησις]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Λυρικὴν (ἥτις λέγεται ἡ ἐν ὠδῇ), Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 278C· οὕτω, ψ. λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 215C, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 7, Ρητ. 3. 2, 3 καὶ 6· [[ψιλομετρία]] ψιλῷ τῷ στόματι, ἀντίθετ. τῷ μετ’ ὀργάνων, ὡς [[εἶδος]] μουσικῆς, Πλάτ. Πολιτικ. 268Β· λύρας φθόγγοι..ψιλοὶ Ἀριστ. Προβλ. 19. 43, 4· ἡ ψ. [[φωνή]], ὁ [[ἁπλοῦς]] [[ἦχος]] τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ᾄδειν (ἡ ᾠδική), Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11· οὕτω, ψιλῷ λόγῳ, διὰ λόγου, προφορικῶς, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24. 3) ἐπὶ ὀργάνων μουσικῶν, ψιλὴ [[μουσική]], μόνον ὀργανική, [[ἄνευ]] ᾠδῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ μετὰ μελῳδίας, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 11· ψιλῷ [[μέλει]] διαγωνίζεσθαι πρὸς ᾠδὴν καὶ κιθάραν, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Πλούτ. 713D· οὕτω, ψ. [[κιθάρισις]] καὶ [[αὔλησις]] Πλάτ. Νόμ. 669Ε· ψιλὸς [[αὐλητής]], ὁ παίζων τὸν αὐλόν, χωρὶς νὰ ᾄδῃ τις πρὸς αὐλὸν (πρβλ. [[ψιλοκιθαριστής]]), Λοβέκ. εἰς Φρύν. 168. V. [[ἁπλοῦς]], [[μόνος]], ψ. ἀριθμητική, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γεωμετρίαν κτλ., Πλάτ. Πολιτικ. 299Ε· ― [[ὕδωρ]] ψ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σὺν οἴνῳ, Ἱππ. 551.50· ψ. ἄνδρες, δηλ. [[ἄνευ]] γυναικῶν, Ἀντίπ. παρὰ Στοβ. 417. 3· ― ὁ [[Οἰδίπους]] φαίνεται καλῶν τὴν Ἀντιγόνην ψιλὸν [[ὄμμα]], ὡς οὖσαν τὸ μόνον [[ὄμμα]] τὸ εἰς αὐτὸν ἀπολειφθέν, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 866. ― Ἐπίρρ. ψιλῶς, [[ἁπλῶς]], μόνον, Πλουτ. Περικλ. 15. VI. Παρὰ τοῖς Γραμμ. ἐπὶ φωνηέντων μὴ φερόντων τὸ δασὺ [[πνεῦμα]], (φωνήεν) ψιλούμενον, Δημ. Φαληρ. 73. [[ὡσαύτως]] ἁπλοῦν φωνῆεν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς δίφθογγον, Τζέτζ. Ἱστ. 2) ἐπὶ τῶν ἀφώνων, π κ τ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ [[δασέα]] φ χ θ· ψιλαὶ δ’ εἰσὶ (τῶν φωνῶν) ὅσαι γίγνονται, χωρὶς τῆς τοῦ πνεύματος ἐκβολῆς Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 70· ψιλῶς γράφειν ἢ καλεῖν, διὰ ψιλοῦ ἀφώνου ἀντὶ δασέος, [[οἷον]] [[ῥάπυς]] ἀντὶ [[ῥάφυς]], ἀσπάραγος ἀντὶ [[ἀσφάραγος]], Ἀθήν. 369Β· πρβλ. [[ψιλότης]] ΙΙ, ὖ ψιλόν.
|elnltext=ψιλός -ή -όν kaal; van landschap:; πεδίον... ἐὸν μέγα τε καὶ ψιλόν een vlakte die groot en kaal was Hdt. 1.80.1; met gen.:; ψιλὴ δὲ δενδρέων ἡ πᾶσα αὕτη dat hele gebied is vrij van bomen Hdt. 4.19; γεωργία ψιλή akkerbouw Aristot. Pol. 1258b18; van mens en dier:. αἰγέας περιβάλλονται ψιλάς zij slaan kale geitenvellen om Hdt. 4.189.2; κεφαλὴ ψιλή kaal hoofd Plat. Tim. 75e. onbedekt, bloot:; ψιλὸς νέκυς onbedekt lijk Soph. Ant. 426; ongewapend:; εἴσειμι πρὸς σὲ ψιλός ik zal ongewapend bij u binnengaan Soph. Ph. 953; verstoken van, met gen.:; τέχναι ψιλαὶ τῶν πράξεων wetenschappen zonder praktisch nut Plat. Pol. 258d; ψιλοὶ ἱππέων zonder ruiterij Xen. Cyr. 5.3.57; milit. lichtbewapend:; ὁ ψιλὸς ὅμιλος de afdeling lichtgewapenden Thuc. 4.125.2; subst.: οἱ ψιλοί lichtbewapende infanterie. zonder toevoegingen puur, enkel:; ἀριθμητικὴ ψιλή zuivere wiskunde Plat. Pol. 299e; ἐπὶ ψιλῷ τῷ τρέφεσθαι alleen maar voor het levensonderhoud Luc. 41.24; van literatuur of muziek, zonder metrum of begeleiding:. λόγῳ ψιλῷ in proza Plat. Menex. 239c; ψιλὴ ποίησις poëzie zonder muziek Plat. Phaedr. 278c; ψιλὴ μουσική muziek zonder begeleiding van zang Aristot. Pol. 1339b20.
}}
{{elru
|elrutext='''ψῑλός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[голый]], [[лишенный растительности]], [[безлесный]] ([[ἄροσις]] Hom.; [[πεδίον]] Her.; [[χώρα]] Xen.; γῆ Plat.): [[γεωργία]] ψιλή τε καὶ πεφυτευμένη Arst. земледелие посевное и садовое, т. е. полеводство и садоводство;<br /><b class="num">2)</b> [[голый]], [[безволосый]] . κατὰ τὸ [[σῶμα]] Arst.): ψ. κεφαλήν Her. и ψ. τὰ περὶ τὴν κεφαλήν Arst. с голой головой, лысый (ср. 7); [[δέρμα]] ἐλάφοιο [[ψιλόν]] Hom. оленья шкура с облезшей шерстью; τὰς γνάθους ψιλὰς ἔχειν Arph. быть безбородым; τὴν ἡμίκραιραν τὴν ἑτέραν ψιλὴν ἔχων Arph. с наполовину обритой головой; ψ. [[κύων]] Xen. короткошерстая собака;<br /><b class="num">3)</b> [[непокрытый]] (попоной), неоседланный ([[ἵππος]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[непокрытый землей]], [[непогребенный]] ([[νέκυς]] Soph.);<br /><b class="num">5)</b> [[очищенный]], [[общипанный]] ([[θρίδαξ]] Her.);<br /><b class="num">6)</b> [[один]] (лишь), одинокий: ψιλὴ [[τρόπις]] Hom. отломившийся (от корабля) киль; φιλαὶ μάχαιραι Xen. мечи без перевязей; ψιλὸν [[ὄμμα]] Soph. единственный глаз (слепого Эдипа), т. е. Антигона; ἀριθμητικὴ ψιλὴ [[εἴτε]] [[ἐπίπεδος]] Plat. арифметика чистая или прилагаемая к плоскостям, т. е. планиметрия; ψιλῷ τῷ στόματι μεταχειρίζεσθαι μουσικήν Plat. исполнять песни одним голосом, т. е. без музыкальных инструментов; ψιλοὶ λογοι (реже ψ. [[λόγος]]) Plat., Arst. нестихотворная речь, проза, но тж. Plat., Dem. отвлеченные (пустые или бездоказательные) речи; ψιλὴ [[μουσική]] Arst. музыка без пения; φιλὸν [[μέλος]] Plut. песня без инструментального сопровождения;<br /><b class="num">7)</b> [[лишенный]]: ψ. δενδρέων Her. безлесный; ψ. ἱππέων Xen. лишенный конницы; ψ. σώματος Plat. бесплотный; τέχναι ψιλαὶ τῶν πράξεων Plat. искусства, не имеющие практического применения; ψ. ὅπλων Plat. невооруженный, безоружный; ψιλὴν ἔχων τὴν κεφαλήν Xen. без шлема на голове (ср. 2);<br /><b class="num">8)</b> [[легковооруженный]] ([[ὅμιλος]] Thuc.; [[δύναμις]] Arst.): οἱ ψιλοί Her., Xen. легковооруженные солдаты (отряды); αἱ ψιλαὶ ἐργασίαι Arst. действия легковооруженных войск;<br /><b class="num">9)</b> [[безоружный]], [[беззащитный]] (ψ., οὐκ ἔχων τροφήν Soph.);<br /><b class="num">10)</b> грам. [[простой]], т. е. не имеющий придыхания (лат. [[tenuis]], напр., π, κ, τ в отличие от φ, χ, θ), не имеющий сильного придыхания, т. е. со слабым придыханием (лат. [[lenis]]) или краткий (напр., ε в отличие от η; υ стало называться [[ψιλόν]], когда утратило архаическое произношение ου).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ψῑλός:''' -ή, -όν, [[γυμνός]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για άδενδρη γη, ψιλὴ [[ἄροσις]], ακαλλιέργητη γή, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πεδίον]] [[μέγα]] τε καὶ ψιλόν, σε Ηρόδ.· με γεν., <i>γῆ ψιλὴ δενδρέων</i>, γη γυμνή από δέντρα, στον ίδ.· ψιλὴ [[γεωργία]], [[καλλιέργεια]] της γης για [[παραγωγή]] σιταριού, αντίθ. προς το [[γεωργία]] πεφυτευμένη (δηλ. [[καλλιέργεια]] για αμπέλια και ελιές), σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ζώα, ζώο [[γυμνό]] από «[[τρίχωμα]]» ή φτερά, [[γυμνό]], λείο, άτριχο [[δέρμα]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ἶβις]] ψιλὴν κεφαλήν, [[χωρίς]] φτερά στο [[κεφάλι]], φαλακρά, σε Ηρόδ. <b>2. α)</b> γενικά, [[γυμνός]], [[ακάλυπτος]], <i>ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν</i>, σε Σοφ.· με γεν., [[γυμνός]] από..., στερημένος από, ψιλὴ σώματος [[οὖσα]] (ἡ [[ψυχή]]), σε Πλάτ. <b>β)</b> [[γυμνός]], στερημένος από προσαρτήματα, ψιλὴ [[τρόπις]], γυμνή [[καρίνα]], με τις σανίδες βγαλμένες από αυτήν, σε Ομήρ. Οδ.· ψ. [[θρίδαξ]], [[μαρούλι]] με κομμένα τα πλάγια φύλλα του, σε Ηρόδ.· <i>ψιλαὶ μάχαιραι</i>, μόνο μαχαίρια [[χωρίς]] άλλα όπλα, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> <i>οἱ ψιλοί</i> (ενν. [[τῶν]] ὅπλων), στρατιώτες [[χωρίς]] [[βαρύ]] οπλισμό, [[ελαφρώς]] οπλισμένες ομάδες στρατιωτών, όπως οι τοξότες και οι σφενδονήτες, αντίθ. προς το <i>ὁπλῖται</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸ ψιλόν</i>, αντίθ. προς <i>τὸ ὁπλιτικόν</i>, σε Ξεν.· <i>ψιλὴν ἔχων τὴν κεφαλήν</i>, έχοντας [[γυμνό]] το [[κεφάλι]], [[χωρίς]] [[κράνος]] ή [[περικεφαλαία]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> 1. ψιλὸς [[λόγος]], [[γυμνός]] [[λόγος]], δηλ. [[πεζός]] [[λόγος]], αντίθ. προς την [[ποίηση]] που περιβάλλεται από μέτρο, σε Πλάτ.· επίσης, ψιλὸς [[λόγος]], [[απλός]] [[λόγος]], [[απλός]] [[ισχυρισμός]] που δεν στηρίζεται σε αποδείξεις, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ψιλὴποίησις</i>, απλή [[ποίηση]], [[χωρίς]] [[μουσική]], δηλ. επική [[ποίηση]], αντίθ. προς τη λυρική, σε Πλάτ.· [[αλλά]], ψιλὴ [[μουσική]], [[μουσική]] με όργανα, [[χωρίς]] να συνοδεύεται από ωδή, σε Αριστ.<br /><b class="num">3.</b> ο Οιδίποδας φαίνεται να αποκαλούσε την Αντιγόνη ψιλὸν [[ὄμμα]], [[καθώς]] ήταν το μόνο [[μάτι]] (δηλ. ο [[μόνος]] [[άνθρωπος]]) που του είχε απομείνει, σε Σοφ.<br /><b class="num">V.</b> επίρρ. [[ψιλῶς]], [[απλώς]], μόνο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ψῑλός:''' -ή, -όν, [[γυμνός]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για άδενδρη γη, ψιλὴ [[ἄροσις]], ακαλλιέργητη γή, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πεδίον]] [[μέγα]] τε καὶ ψιλόν, σε Ηρόδ.· με γεν., <i>γῆ ψιλὴ δενδρέων</i>, γη γυμνή από δέντρα, στον ίδ.· ψιλὴ [[γεωργία]], [[καλλιέργεια]] της γης για [[παραγωγή]] σιταριού, αντίθ. προς το [[γεωργία]] πεφυτευμένη (δηλ. [[καλλιέργεια]] για αμπέλια και ελιές), σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ζώα, ζώο [[γυμνό]] από «[[τρίχωμα]]» ή φτερά, [[γυμνό]], λείο, άτριχο [[δέρμα]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ἶβις]] ψιλὴν κεφαλήν, [[χωρίς]] φτερά στο [[κεφάλι]], φαλακρά, σε Ηρόδ. <b>2. α)</b> γενικά, [[γυμνός]], [[ακάλυπτος]], <i>ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν</i>, σε Σοφ.· με γεν., [[γυμνός]] από..., στερημένος από, ψιλὴ σώματος [[οὖσα]] (ἡ [[ψυχή]]), σε Πλάτ. <b>β)</b> [[γυμνός]], στερημένος από προσαρτήματα, ψιλὴ [[τρόπις]], γυμνή [[καρίνα]], με τις σανίδες βγαλμένες από αυτήν, σε Ομήρ. Οδ.· ψ. [[θρίδαξ]], [[μαρούλι]] με κομμένα τα πλάγια φύλλα του, σε Ηρόδ.· <i>ψιλαὶ μάχαιραι</i>, μόνο μαχαίρια [[χωρίς]] άλλα όπλα, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> <i>οἱ ψιλοί</i> (ενν. [[τῶν]] ὅπλων), στρατιώτες [[χωρίς]] [[βαρύ]] οπλισμό, [[ελαφρώς]] οπλισμένες ομάδες στρατιωτών, όπως οι τοξότες και οι σφενδονήτες, αντίθ. προς το <i>ὁπλῖται</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸ ψιλόν</i>, αντίθ. προς <i>τὸ ὁπλιτικόν</i>, σε Ξεν.· <i>ψιλὴν ἔχων τὴν κεφαλήν</i>, έχοντας [[γυμνό]] το [[κεφάλι]], [[χωρίς]] [[κράνος]] ή [[περικεφαλαία]], στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> 1. ψιλὸς [[λόγος]], [[γυμνός]] [[λόγος]], δηλ. [[πεζός]] [[λόγος]], αντίθ. προς την [[ποίηση]] που περιβάλλεται από μέτρο, σε Πλάτ.· επίσης, ψιλὸς [[λόγος]], [[απλός]] [[λόγος]], [[απλός]] [[ισχυρισμός]] που δεν στηρίζεται σε αποδείξεις, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ψιλὴποίησις</i>, απλή [[ποίηση]], [[χωρίς]] [[μουσική]], δηλ. επική [[ποίηση]], αντίθ. προς τη λυρική, σε Πλάτ.· [[αλλά]], ψιλὴ [[μουσική]], [[μουσική]] με όργανα, [[χωρίς]] να συνοδεύεται από ωδή, σε Αριστ.<br /><b class="num">3.</b> ο Οιδίποδας φαίνεται να αποκαλούσε την Αντιγόνη ψιλὸν [[ὄμμα]], [[καθώς]] ήταν το μόνο [[μάτι]] (δηλ. ο [[μόνος]] [[άνθρωπος]]) που του είχε απομείνει, σε Σοφ.<br /><b class="num">V.</b> επίρρ. [[ψιλῶς]], [[απλώς]], μόνο, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψῑλός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[голый]], [[лишенный растительности]], [[безлесный]] ([[ἄροσις]] Hom.; [[πεδίον]] Her.; [[χώρα]] Xen.; γῆ Plat.): [[γεωργία]] ψιλή τε καὶ πεφυτευμένη Arst. земледелие посевное и садовое, т. е. полеводство и садоводство;<br /><b class="num">2)</b> [[голый]], [[безволосый]] (ψ. κατὰ τὸ [[σῶμα]] Arst.): ψ. κεφαλήν Her. и ψ. τὰ περὶ τὴν κεφαλήν Arst. с голой головой, лысый (ср. 7); [[δέρμα]] ἐλάφοιο [[ψιλόν]] Hom. оленья шкура с облезшей шерстью; τὰς γνάθους ψιλὰς ἔχειν Arph. быть безбородым; τὴν ἡμίκραιραν τὴν ἑτέραν ψιλὴν ἔχων Arph. с наполовину обритой головой; ψ. [[κύων]] Xen. короткошерстая собака;<br /><b class="num">3)</b> [[непокрытый]] (попоной), неоседланный ([[ἵππος]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[непокрытый землей]], [[непогребенный]] ([[νέκυς]] Soph.);<br /><b class="num">5)</b> [[очищенный]], [[общипанный]] ([[θρίδαξ]] Her.);<br /><b class="num">6)</b> [[один]] (лишь), одинокий: ψιλὴ [[τρόπις]] Hom. отломившийся (от корабля) киль; φιλαὶ μάχαιραι Xen. мечи без перевязей; ψιλὸν [[ὄμμα]] Soph. единственный глаз (слепого Эдипа), т. е. Антигона; ἀριθμητικὴ ψιλὴ [[εἴτε]] [[ἐπίπεδος]] Plat. арифметика чистая или прилагаемая к плоскостям, т. е. планиметрия; ψιλῷ τῷ στόματι μεταχειρίζεσθαι μουσικήν Plat. исполнять песни одним голосом, т. е. без музыкальных инструментов; ψιλοὶ λογοι (реже ψ. [[λόγος]]) Plat., Arst. нестихотворная речь, проза, но тж. Plat., Dem. отвлеченные (пустые или бездоказательные) речи; ψιλὴ [[μουσική]] Arst. музыка без пения; φιλὸν [[μέλος]] Plut. песня без инструментального сопровождения;<br /><b class="num">7)</b> [[лишенный]]: ψ. δενδρέων Her. безлесный; ψ. ἱππέων Xen. лишенный конницы; ψ. σώματος Plat. бесплотный; τέχναι ψιλαὶ τῶν πράξεων Plat. искусства, не имеющие практического применения; ψ. ὅπλων Plat. невооруженный, безоружный; ψιλὴν ἔχων τὴν κεφαλήν Xen. без шлема на голове (ср. 2);<br /><b class="num">8)</b> [[легковооруженный]] ([[ὅμιλος]] Thuc.; [[δύναμις]] Arst.): οἱ ψιλοί Her., Xen. легковооруженные солдаты (отряды); αἱ ψιλαὶ ἐργασίαι Arst. действия легковооруженных войск;<br /><b class="num">9)</b> [[безоружный]], [[беззащитный]] (ψ., οὐκ ἔχων τροφήν Soph.);<br /><b class="num">10)</b> грам. [[простой]], т. е. не имеющий придыхания (лат. [[tenuis]], напр., π, κ, τ в отличие от φ, χ, θ), не имеющий сильного придыхания, т. е. со слабым придыханием (лат. [[lenis]]) или краткий (напр., ε в отличие от η; υ стало называться [[ψιλόν]], когда утратило архаическое произношение ου).
|lstext='''ψῑλός''': -ή, -όν, Ι. ἐπὶ τοῦ ἐδάφους γῆς ἢ χώρας ἀδένδρου, ψιλὴν ἄροσιν, «ἄδενδρον χώραν, τὴν πρὸς τὸ σπείρεσθαι ἐπιτηδείαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 540· [[πεδίον]] μέγα τε καὶ ψιλὸν Ἡρόδ. 1. 80· ὁ [[λόφος]].. δασὺς ἴδῃσι ἐστί, ἐούσης τῆς ἄλλης Λιβύης ψιλῆς ὁ αὐτ. 4. 175· ἀπὸ ψιλῆς τῆς γῆς Πλάτ. Κριτί. 111D, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5, κλπ.· πλῆρες: γῆ ψιλὴ δενδρέων Ἡρόδ. 4. 19, 21· ἄδενδρα καὶ ψ., περὶ τῶν Ἄλπεων, Πολύβ. 3. 55, 9· τὰ ψιλὰ (ἐξυπακ. χωρία), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑλώδη, Ξεν. Κυνηγ. 5. 7· ψ. τόποι [[αὐτόθι]] 4. 6· ψιλὴ [[γεωργία]] ἡ καλλιεργία τῆς γῆς διὰ σῖτον καὶ τὰ ὅμοια, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεφυτευμένη (δηλαδ. δι’ [[ἀμπέλων]], ἐλαιῶν, καὶ τῶν ὁμοίων), Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 2, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 20, 1· οὕτω, «ψιλὴ γῆ: ἡ μὴ πεφυτευμένη» Φώτ. 654, 21 (Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 3), Δημ. 491. 27, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγραφ. 5774. 174· ἐλαῖαι, ὧν νῦν τὰ πολλὰ ἐκκέκοπται καὶ ἡ γῆ ψιλὴ γεγένηται Λυσίας 109. 4. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, γυμνὸς τριχῶν, ἄτριχος (πρβλ. [[λεῖος]] Ι. 3)· δέρμα.. γέροντος Ὀδ. Ν. 437· σὰρξ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. κτλ. 292· ἡμίκραιραν ψιλὴν ἔχων, ἔχων τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς ἐξυρημένον, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 227· ψιλαὶ γνάθοι [[αὐτόθι]] 583· τὴν ὀσφὺν κομιδῇ ψιλὴν Φερεκράτης ἐν «Αὐτομόλοις» 1· ἐπὶ κυνῶν ἐχόντων βραχεῖαν καὶ ὁμαλὴν τρίχωσιν, Ξεν. Κυνηγ. 3. 2· τὴν δίποδα ἀγέλην τῷ ψιλῷ καὶ τῷ πτεροφυεῖ τέμνειν (πρβλ. animal bipes implume) Πλάτ. Πολιτικ. 266Ε· ὁ [[ἄνθρωπος]] ψιλότατον κατὰ τὸ [[σῶμα]] τῶν πάντων ζῴων ἐστὶ Ἀριστοτ. περὶ Ζῴων Γεν. 2. 6, 55· [[οὕτως]], [[ἶβις]] ψιλὴν κεφαλήν, μὴ ἔχουσα πτερὰ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, φαλακρά, Ἡρόδ. 2. 76· ψιλὸς τὰ περὶ τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τῆς στρουθοκαμήλου, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 4. 14, 2· ― οὕτω καί, ψιλαὶ Περσικαί, Περσικοὶ τάπητες, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 197Β· [[τοιοῦτος]] [[τάπης]] καλεῖται [[ἁπλῶς]] ψιλή, Ἑβδ. (Ἰησ. Ζ΄, 21), πρβλ. [[ψιλόταπις]]. 2) [[καθόλου]], [[γυμνός]], μὴ κεκαλυμμένος, ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν, δηλ. μὴ ἔχοντα [[χῶμα]] [[ἐπάνω]] του, Σοφ. Ἀντιγ. 426. β) μετὰ γεν., [[γυμνός]] τινος, ἐστερημένος τινός, κεχωρισμένος ἀπό τινος, ψιλὴ σώματος οὖσα [ἡ ψυχὴ] Πλάτ. Νόμ. 899Α· τέχναι ψιλαὶ τῶν πράξεων ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 258D· ψ. ὅπλων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 834C· ἱππέων Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 3, 57· θηρία μεμονωμένα καὶ ψ. τῶν Ἰνδῶν Πολύβ. 11. 1, 12. γ) ἐστερημένος ἢ γυμνωθεὶς τῶν παραρτημάτων [[αὐτοῦ]], ὄφρ’ ἀπὸ τείχους λῦσε [[κλύδων]] τρόπιος· τὴν δὲ ψιλὴν [[φέρε]] [[κῦμα]], «μόνην καθ’ ἑαυτὴν» (Σχόλ.), Ὀδ. Μ. 421· ψ. [[θρίδαξ]], μαροῦλι οὗ τὰ πλάγια φύλλα ἀπεκόπησαν, ἀντίθετον τῷ [[δασέα]], Ἡρόδ. 4. 32, πρβλ. 108· ψ. μάχαιραι, μόνον μάχαιραι [[ἄνευ]] ἑτέρων ὅπλων, κτλ., Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 5, 58· [[θάλασσα]] ψ., μόνον [[θάλασσα]] καὶ οὐδὲν ἕτερον, Ἀριστείδ. 1. 522. ΙΙΙ. συχνότατα ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, οἱ ψιλοὶ (ἐξυπακουομ. τῶν ὅπλων), στρατιῶται ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι οἷοι οἱ τοξόται καὶ σφενδονῆται, ὡς τὸ γυμνῆτες, ἀντίθετον τὸ ὁπλῖται, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 9. 28, ἀκολούθως συχν. παρὰ Θουκ. π.χ. ὁπλίζει τὸν δῆμον, πρότερον ψ. [[ὄντα]] 3. 27, πρβλ. Ἀρρ. Τακτ. 3. 3· ὁ ψ. [[ὅμιλος]] Θουκ. 4. 125· οὕτω, τὸ ψιλόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁπλιτικόν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 17, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 1· [[ψιλός]], ἀντίθετον τῷ ὡπλισμένος, Σοφ. Αἴ. 1123, πρβλ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1029· οὕτω, ψιλὸς στρατεύσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 232· [[δύναμις]] ψιλὴ Ἀριστ. Πολ. 6. 7, 2· αἱ κοῦφαι καὶ ψιλαὶ ἐργασίαι, αἱ ἀνήκουσαι εἰς τοὺς ἐλαφρῶς ὡπλισμένους στρατιώτας, [[αὐτόθι]] 6. 7, 3· ψιλαῖς χερσὶν πρὸς καθωπλισμένους Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 2· ― [[ἀλλά]], ψ. ἔχων τὴν κεφαλήν, [[ἄνευ]] περικεφαλαίας, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 6· ψιλὸς [[ἵππος]], μὴ ἔχων τὴν ἀναγκαίαν σκευήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 7. 5· ― [[ἄοπλος]], ἀνυπεράσπιστος, [[ἀπροστάτευτος]], Σοφ. Φιλ. 953. IV. ψιλὸς [[λόγος]], δηλ. πεζὸς [[λόγος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ποίησιν, ἥτις ἔχει τὴν περιβολὴν τοῦ μέτρου, Πλάτ. Μενέξ. 239C· συχνότερον ἐν τῷ πληθ., ψ. λόγοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 669D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μέτρα, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 3· ἀλλὰ παρὰ Δημ. 830. 13, ψ. [[λόγος]], σημαίνει, [[ἁπλοῦς]] [[λόγος]], [[ἁπλοῦς]] ἰσχυρισμὸς μὴ στηριζόμενος ἐπὶ ἀποδείξεων· καὶ ἐν Πλάτ. Θεαίτ. 165Α, ψιλοὶ λόγοι εἰ.., ἁπλοὶ τύποι τοῦ συλλογίζεσθαι, διαλεκτικαὶ ἀφῃρημέναι ἔννοιαι· οὕτω, ψιλῶς λέγειν, δηλ. [[ἄνευ]] ἀποδείξεων, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 262C, πρβλ. Νόμ. 811Ε, Ἀριστοτ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 32, 3. 2) ψιλὴ [[ποίησις]], ἁπλῆ [[ποίησις]], [[ἄνευ]] μουσικῆς, δηλ. Επικὴ [[ποίησις]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Λυρικὴν (ἥτις λέγεται ἡ ἐν ὠδῇ), Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 278C· οὕτω, ψ. λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 215C, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 7, Ρητ. 3. 2, 3 καὶ 6· [[ψιλομετρία]] ψιλῷ τῷ στόματι, ἀντίθετ. τῷ μετ’ ὀργάνων, ὡς [[εἶδος]] μουσικῆς, Πλάτ. Πολιτικ. 268Β· λύρας φθόγγοι..ψιλοὶ Ἀριστ. Προβλ. 19. 43, 4· ἡ ψ. [[φωνή]], ὁ [[ἁπλοῦς]] [[ἦχος]] τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ᾄδειν (ἡ ᾠδική), Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11· οὕτω, ψιλῷ λόγῳ, διὰ λόγου, προφορικῶς, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24. 3) ἐπὶ ὀργάνων μουσικῶν, ψιλὴ [[μουσική]], μόνον ὀργανική, [[ἄνευ]] ᾠδῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μετὰ μελῳδίας, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 11· ψιλῷ [[μέλει]] διαγωνίζεσθαι πρὸς ᾠδὴν καὶ κιθάραν, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Πλούτ. 713D· οὕτω, ψ. [[κιθάρισις]] καὶ [[αὔλησις]] Πλάτ. Νόμ. 669Ε· ψιλὸς [[αὐλητής]], ὁ παίζων τὸν αὐλόν, χωρὶς νὰ ᾄδῃ τις πρὸς αὐλὸν (πρβλ. [[ψιλοκιθαριστής]]), Λοβέκ. εἰς Φρύν. 168. V. [[ἁπλοῦς]], [[μόνος]], ψ. ἀριθμητική, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γεωμετρίαν κτλ., Πλάτ. Πολιτικ. 299Ε· ― [[ὕδωρ]] ψ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σὺν οἴνῳ, Ἱππ. 551.50· ψ. ἄνδρες, δηλ. [[ἄνευ]] γυναικῶν, Ἀντίπ. παρὰ Στοβ. 417. 3· ― [[Οἰδίπους]] φαίνεται καλῶν τὴν Ἀντιγόνην ψιλὸν [[ὄμμα]], ὡς οὖσαν τὸ μόνον [[ὄμμα]] τὸ εἰς αὐτὸν ἀπολειφθέν, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 866. ― Ἐπίρρ. ψιλῶς, [[ἁπλῶς]], μόνον, Πλουτ. Περικλ. 15. VI. Παρὰ τοῖς Γραμμ. ἐπὶ φωνηέντων μὴ φερόντων τὸ δασὺ [[πνεῦμα]], (φωνήεν) ψιλούμενον, Δημ. Φαληρ. 73. ―[[ὡσαύτως]] ἁπλοῦν φωνῆεν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς δίφθογγον, Τζέτζ. Ἱστ. 2) ἐπὶ τῶν ἀφώνων, π κ τ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ [[δασέα]] φ χ θ· ψιλαὶ δ’ εἰσὶ (τῶν φωνῶν) ὅσαι γίγνονται, χωρὶς τῆς τοῦ πνεύματος ἐκβολῆς Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 70· ψιλῶς γράφειν ἢ καλεῖν, διὰ ψιλοῦ ἀφώνου ἀντὶ δασέος, [[οἷον]] [[ῥάπυς]] ἀντὶ [[ῥάφυς]], ἀσπάραγος ἀντὶ [[ἀσφάραγος]], Ἀθήν. 369Β· πρβλ. [[ψιλότης]] ΙΙ, ὖ ψιλόν.
}}
{{elnl
|elnltext=ψιλός -ή -όν kaal; van landschap:; πεδίον... ἐὸν μέγα τε καὶ ψιλόν een vlakte die groot en kaal was Hdt. 1.80.1; met gen.:; ψιλὴ δὲ δενδρέων πᾶσα αὕτη dat hele gebied is vrij van bomen Hdt. 4.19; γεωργία ψιλή akkerbouw Aristot. Pol. 1258b18; van mens en dier:. αἰγέας περιβάλλονται ψιλάς zij slaan kale geitenvellen om Hdt. 4.189.2; κεφαλὴ ψιλή kaal hoofd Plat. Tim. 75e. onbedekt, bloot:; ψιλὸς νέκυς onbedekt lijk Soph. Ant. 426; ongewapend:; εἴσειμι πρὸς σὲ ψιλός ik zal ongewapend bij u binnengaan Soph. Ph. 953; verstoken van, met gen.:; τέχναι ψιλαὶ τῶν πράξεων wetenschappen zonder praktisch nut Plat. Pol. 258d; ψιλοὶ ἱππέων zonder ruiterij Xen. Cyr. 5.3.57; milit. lichtbewapend:; ψιλὸς ὅμιλος de afdeling lichtgewapenden Thuc. 4.125.2; subst.: οἱ ψιλοί lichtbewapende infanterie. zonder toevoegingen puur, enkel:; ἀριθμητικὴ ψιλή zuivere wiskunde Plat. Pol. 299e; ἐπὶ ψιλῷ τῷ τρέφεσθαι alleen maar voor het levensonderhoud Luc. 41.24; van literatuur of muziek, zonder metrum of begeleiding:. λόγῳ ψιλῷ in proza Plat. Menex. 239c; ψιλὴ ποίησις poëzie zonder muziek Plat. Phaedr. 278c; ψιλὴ μουσική muziek zonder begeleiding van zang Aristot. Pol. 1339b20.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj