πολύμορφος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0667.png Seite 667]] vielgestaltig; θηρία πολυμορφότατα, Arist. H. A. 8, 28; κακόν, Luc. Asin. 54, u. öfter, Maneth. 5, 29.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0667.png Seite 667]] vielgestaltig; θηρία πολυμορφότατα, Arist. H. A. 8, 28; κακόν, Luc. Asin. 54, u. öfter, Maneth. 5, 29.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύμορφος -ον [πολύς, μορφή] veelvormig; van pers. die veel vormen aanneemt (Zeus).
}}
{{elru
|elrutext='''πολύμορφος:''' [[многообразный]], [[разнообразный]] (θηρία Arst.; [[κακόν]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύμορφος]], -ον ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύμορφο</i><br /><b>χημ.</b> πολύμορφο [[σώμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>χημ.</b> «πολύμορφο [[σώμα]]» και «πολύμορφη [[ένωση]]» — [[ένωση]] που εμφανίζεται σε περισσότερες από μία διαφορετικές μορφές, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[διοξείδιο]] του πυριτίου, το οποίο απαντά στις μορφές χαλαζία, τριδυμίτη και χριστοβαλτίτη<br />β) «πολύμορφη [[συνάρτηση]]»<br /><b>μαθ.</b> [[συνάρτηση]] που μπορεί να λάβει περισσότερες τιμές για την [[ίδια]] [[τιμή]] της ανεξάρτητης μεταβλητής της<br />γ) «πολύμορφο [[παραλήρημα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[παραλήρημα]] στο οποίο παρατηρείται [[εναλλαγή]] διαφόρων μορφών παραληρητικών ιδεών, όπως [[είναι]] λ.χ. οι υποχονδριακές, οι μεγαλομανιακές κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ευμετάβολος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολύμορφον</i><br />το σφηνοειδές [[οστό]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυμόρφως]] Α<br />με [[πολυμορφία]], με πολλές μορφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>μορφος</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>μορφος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύμορφος]], -ον ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύμορφο</i><br /><b>χημ.</b> πολύμορφο [[σώμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>χημ.</b> «πολύμορφο [[σώμα]]» και «πολύμορφη [[ένωση]]» — [[ένωση]] που εμφανίζεται σε περισσότερες από μία διαφορετικές μορφές, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[διοξείδιο]] του πυριτίου, το οποίο απαντά στις μορφές χαλαζία, τριδυμίτη και χριστοβαλτίτη<br />β) «πολύμορφη [[συνάρτηση]]»<br /><b>μαθ.</b> [[συνάρτηση]] που μπορεί να λάβει περισσότερες τιμές για την [[ίδια]] [[τιμή]] της ανεξάρτητης μεταβλητής της<br />γ) «πολύμορφο [[παραλήρημα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[παραλήρημα]] στο οποίο παρατηρείται [[εναλλαγή]] διαφόρων μορφών παραληρητικών ιδεών, όπως [[είναι]] λ.χ. οι υποχονδριακές, οι μεγαλομανιακές κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ευμετάβολος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολύμορφον</i><br />το σφηνοειδές [[οστό]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυμόρφως]] Α<br />με [[πολυμορφία]], με πολλές μορφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>μορφος</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>μορφος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύμορφος:''' [[многообразный]], [[разнообразный]] (θηρία Arst.; [[κακόν]] Luc.).
}}
{{elnl
|elnltext=πολύμορφος -ον [πολύς, μορφή] veelvormig; van pers. die veel vormen aanneemt (Zeus).
}}
}}