λυπηρός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> qui cause du chagrin, affligeant, fâcheux, pénible ; τὰ λυπηρά XÉN chagrins, peines;<br /><b>2</b> qui est à charge : τινι, à qqn ; <i>particul.</i> qui excite le dépit <i>ou</i> la jalousie;<br /><i>Cp.</i> λυπηρότερος, <i>Sp.</i> λυπηρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[λύπη]].
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> qui cause du chagrin, affligeant, fâcheux, pénible ; τὰ λυπηρά XÉN chagrins, peines;<br /><b>2</b> qui est à charge : τινι, à qqn ; <i>particul.</i> qui excite le dépit <i>ou</i> la jalousie;<br /><i>Cp.</i> λυπηρότερος, <i>Sp.</i> λυπηρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[λύπη]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῡπηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неприятный]], [[тягостный]], [[мучительный]] ([[βίος]] Plat.; ἀχθηδόνες Thuc.): λ. [[ἡμῖν]] τούσδ᾽ ἂν ἐκλίποι δόμους Eur. нам было бы тяжело, если бы (старый Питфей) покинул эту (земную) обитель;<br /><b class="num">2)</b> [[беспокоящий]], [[доставляющий неприятности]] ([[οἶδα]] [[ὑμῖν]] Μυσοὺς λυπηροὺς ὄντας Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῡπηρός:''' -ά, -όν ([[λυπέω]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πράγματα, [[λυπηρός]], [[θλιβερός]], Λατ. [[molestus]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα:<br /><b class="num">1.</b> με θετική [[σημασία]], αυτός που προκαλεί [[λύπη]] με την αναχώρησή του, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], αυτός που προξενεί πόνο, [[ενοχλητικός]], [[οχληρός]], [[δυσάρεστος]], σε Σοφ., Θουκ., κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[λυπηρῶς]], θλιβερά, έστι ώστε να προκαλεί πόνο, με [[λύπη]], σε Σοφ.· [[λυπηρῶς]] [[ἔχει]], είναι λυπηρό, θλιβερό, στον ίδ.
|lsmtext='''λῡπηρός:''' -ά, -όν ([[λυπέω]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πράγματα, [[λυπηρός]], [[θλιβερός]], Λατ. [[molestus]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα:<br /><b class="num">1.</b> με θετική [[σημασία]], αυτός που προκαλεί [[λύπη]] με την αναχώρησή του, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], αυτός που προξενεί πόνο, [[ενοχλητικός]], [[οχληρός]], [[δυσάρεστος]], σε Σοφ., Θουκ., κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[λυπηρῶς]], θλιβερά, έστι ώστε να προκαλεί πόνο, με [[λύπη]], σε Σοφ.· [[λυπηρῶς]] [[ἔχει]], είναι λυπηρό, θλιβερό, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡπηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неприятный]], [[тягостный]], [[мучительный]] ([[βίος]] Plat.; ἀχθηδόνες Thuc.): λ. [[ἡμῖν]] τούσδ᾽ ἂν ἐκλίποι δόμους Eur. нам было бы тяжело, если бы (старый Питфей) покинул эту (земную) обитель;<br /><b class="num">2)</b> [[беспокоящий]], [[доставляющий неприятности]] ([[οἶδα]] [[ὑμῖν]] Μυσοὺς λυπηροὺς ὄντας Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj