3,273,724
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> éprouvé, dont on a fait l'essai;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> éprouvé, qui a fait ses preuves ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> considéré, estimé;<br /><b>2</b> acceptable ; agréable;<br /><b>3</b> considérable.<br />'''Étymologie:''' [[δοκέω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> éprouvé, dont on a fait l'essai;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> éprouvé, qui a fait ses preuves ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> considéré, estimé;<br /><b>2</b> acceptable ; agréable;<br /><b>3</b> considérable.<br />'''Étymologie:''' [[δοκέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δόκῐμος:'''<br /><b class="num">1)</b> испробованный, испытанный, проверенный, т. е. отличный, славный ([[ὕμνος]] Pind.; [[ἄνδρες]] Plat.; πολῖται Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[подлинный]], [[настоящий]] ([[ἀργύριον]] Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[значительный]], [[крупный]] ([[ποταμός]] Her.);<br /><b class="num">4)</b> [[приятный]], [[лучший]] (ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐστὶ τὸ [[ἔαρ]] δοκιμιώτατον Her.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 36: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δόκιμος:''' -ον ([[δέχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> δοκιμασμένος, αυτός που έχει εξετασθεί, ελεγχθεί, ελεγμένος, [[κυρίως]] λέγεται για μέταλλα, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, εγκεκριμένος, [[αποδεκτός]], [[έγκριτος]], Λατ. [[probus]], σε Ηρόδ.· <i>δοκιμώτατος Ἑλλάδι</i>, περισσότερο [[αποδεκτός]], φημισμένος στην [[Ελλάδα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[εξαίρετος]], αξιοσημείωτος, [[αξιομνημόνευτος]], [[ευάρεστος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ. <i>-μως</i>, πραγματικά, αληθινά, ειλικρινά, σε Αισχύλ., Ξεν. | |lsmtext='''δόκιμος:''' -ον ([[δέχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> δοκιμασμένος, αυτός που έχει εξετασθεί, ελεγχθεί, ελεγμένος, [[κυρίως]] λέγεται για μέταλλα, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά:<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, εγκεκριμένος, [[αποδεκτός]], [[έγκριτος]], Λατ. [[probus]], σε Ηρόδ.· <i>δοκιμώτατος Ἑλλάδι</i>, περισσότερο [[αποδεκτός]], φημισμένος στην [[Ελλάδα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[εξαίρετος]], αξιοσημείωτος, [[αξιομνημόνευτος]], [[ευάρεστος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ. <i>-μως</i>, πραγματικά, αληθινά, ειλικρινά, σε Αισχύλ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |