κεφαλωτός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1428.png Seite 1428]] mit einem Kopfe versehen, kopfartig, von Knollengewächsen, wie Knoblauch, Ath. XI, 371 e, Theophr. u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1428.png Seite 1428]] mit einem Kopfe versehen, kopfartig, von Knollengewächsen, wie Knoblauch, Ath. XI, 371 e, Theophr. u. A.
}}
{{elru
|elrutext='''κεφᾰλωτός:''' [[имеющий голову]] ([[ζῷον]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κεφαλωτός]], -ή, -όν)<br />(κυρ. για καρφιά) αυτός που είχει [[κεφάλι]] ή [[εξόγκωμα]] που μοιάζει με [[κεφάλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κεφαλωτό</i> (ενν. [[οστό]])<br />[[οστάριο]] του δεύτερου στοίχου τών οστών του καρπού [[μεταξύ]] ελάσσονος, πολύγωνου και αγκιστρωτού<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κεφαλωτός]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας κεφαλωτίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo κεφαλωτόν</i><br />το [[πράσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[αγκυλωτός]], [[ελικωτός]])].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κεφαλωτός]], -ή, -όν)<br />(κυρ. για καρφιά) αυτός που είχει [[κεφάλι]] ή [[εξόγκωμα]] που μοιάζει με [[κεφάλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κεφαλωτό</i> (ενν. [[οστό]])<br />[[οστάριο]] του δεύτερου στοίχου τών οστών του καρπού [[μεταξύ]] ελάσσονος, πολύγωνου και αγκιστρωτού<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κεφαλωτός]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας κεφαλωτίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo κεφαλωτόν</i><br />το [[πράσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[αγκυλωτός]], [[ελικωτός]])].
}}
{{elru
|elrutext='''κεφᾰλωτός:''' [[имеющий голову]] ([[ζῷον]] Arst.).
}}
}}