λίσπος: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />usé par le frottement ; affilé, aiguisé.<br />'''Étymologie:''' R. Λι, lisser, polir, cf. [[λεῖος]].
|btext=η, ον :<br />usé par le frottement ; affilé, aiguisé.<br />'''Étymologie:''' R. Λι, lisser, polir, cf. [[λεῖος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λίσπος:''' досл. гладкий, перен. отточенный, бойкий ([[γλῶσσα]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λίσπος:''' -η, -ον ([[λίς]], ἡ)·<br /><b class="num">I.</b> [[λείος]], γυαλισμένος, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>λίσπαι</i>, <i>αἱ</i>, κύβοι κομμένοι στα [[δύο]] από φίλους (<i>ξένοι</i>), [[κάθε]] [[ένας]] από τους οποίους κρατάει το μισό σαν [[ανάμνηση]] (<i>σύμβολα</i>), σε Πλάτ.
|lsmtext='''λίσπος:''' -η, -ον ([[λίς]], ἡ)·<br /><b class="num">I.</b> [[λείος]], γυαλισμένος, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>λίσπαι</i>, <i>αἱ</i>, κύβοι κομμένοι στα [[δύο]] από φίλους (<i>ξένοι</i>), [[κάθε]] [[ένας]] από τους οποίους κρατάει το μισό σαν [[ανάμνηση]] (<i>σύμβολα</i>), σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''λίσπος:''' досл. гладкий, перен. отточенный, бойкий ([[γλῶσσα]] Arph.).
}}
}}
{{etym
{{etym