μορμύρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />spare, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μορμύρω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />spare, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μορμύρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μορμύρος:''' (ῠ) ὁ рыба мормир (Pagellus mormo) Arst., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μόρμυρος, ο (Α [[μορμύρος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ισοσπόνδυλων τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας τών μορμυριδών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού, η σημερινή [[μουρμούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται από το ρ. [[μορμύρω]] «[[μουρμουρίζω]], [[παφλάζω]]», λόγω του θορύβου που κάνει το [[ψάρι]] [[κατά]] την [[κίνηση]] του. Κατ' άλλους, πρόκειται για μεσογειακή λ. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>murmillo</i> «[[ξιφομάχος]] με γαλατικό [[κράνος]] στην [[κορυφή]] του οποίου υπάρχει [[ψάρι]]»].
|mltxt=και μόρμυρος, ο (Α [[μορμύρος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ισοσπόνδυλων τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας τών μορμυριδών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού, η σημερινή [[μουρμούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται από το ρ. [[μορμύρω]] «[[μουρμουρίζω]], [[παφλάζω]]», λόγω του θορύβου που κάνει το [[ψάρι]] [[κατά]] την [[κίνηση]] του. Κατ' άλλους, πρόκειται για μεσογειακή λ. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>murmillo</i> «[[ξιφομάχος]] με γαλατικό [[κράνος]] στην [[κορυφή]] του οποίου υπάρχει [[ψάρι]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''μορμύρος:''' (ῠ) ὁ рыба мормир (Pagellus mormo) Arst., Anth.
}}
}}
{{etym
{{etym