οὖρον: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (τό) :<br />urine.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> urina.<br /><span class="bld">2</span>ου (τό) :<br />portée, distance : [[οὖρον]] ἡμιονοῖν OD longueur du sillon que tracent deux mulets ; δίσκου οὖρα IL portée d'un disque.<br />'''Étymologie:''' R. Ὀρ, s'élancer ; cf. [[ὄρνυμι]].
|btext=<span class="bld">1</span>ου (τό) :<br />urine.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> urina.<br /><span class="bld">2</span>ου (τό) :<br />portée, distance : [[οὖρον]] ἡμιονοῖν OD longueur du sillon que tracent deux mulets ; δίσκου οὖρα IL portée d'un disque.<br />'''Étymologie:''' R. Ὀρ, s'élancer ; cf. [[ὄρνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''οὖρον:'''<br /><b class="num">I</b> τό [[οὐρέω]] моча Her., Arst.<br /><b class="num">II</b> τό [[ὄρνυμι]] или [[εὐρύς]] расстояние, протяжение, отрезок: δίσκου οὖρα Hom. расстояние брошенного, т. е. дальность полета диска; οὖ. ἡμιόνοιϊν (или ἡμιονοῖϊν) и οὖρα ἡμιόνων Hom. (максимальная) длина борозды, проводимая парой (пашущих) мулов (за один раз).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὖρον:''' τό, Ιων. αντί [[ὅρος]], όριο, [[σύνορο]]· χρησιμ. από τον Όμηρ. σε [[τρία]] χωρία, δηλ. <i>ὅσα δίσκου οὖρα πέλονται</i>, όσο είναι το όριο ή το [[διάστημα]] που διάνυσε ο [[δίσκος]] [[μετά]] τη [[ρίψη]] του (πρβλ. [[δίσκουρα]]), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὅσσον τ' ἐπὶ οὖρα πέλονται ἡμιόνων</i>, όσο [[μεγάλη]] είναι η [[περιοχή]] που οργώνουν τα μουλάρια, στο ίδ.· και ομοίως, πληρέστερα, ὅσσον τ' [[οὖρον]] [[πέλει]] ἡμιόνοιϊν, <i>τόσον ὑπεκπροθέων</i>, σε Ομήρ. Οδ.· αβέβαιη η [[απόσταση]] που οργώνουν τα μουλάρια· [[συνήθως]] πρόκειται για την [[απόσταση]] στην οποία τα μουλάρια θα ξεπερνούσαν τα βόδια κατά το όργωμα ίδιας έκτασης στην [[ίδια]] χρονική [[στιγμή]].<br /><b class="num">• [[οὖρον]]:</b> τό, [[ούρο]], [[ούρα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''οὖρον:''' τό, Ιων. αντί [[ὅρος]], όριο, [[σύνορο]]· χρησιμ. από τον Όμηρ. σε [[τρία]] χωρία, δηλ. <i>ὅσα δίσκου οὖρα πέλονται</i>, όσο είναι το όριο ή το [[διάστημα]] που διάνυσε ο [[δίσκος]] [[μετά]] τη [[ρίψη]] του (πρβλ. [[δίσκουρα]]), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὅσσον τ' ἐπὶ οὖρα πέλονται ἡμιόνων</i>, όσο [[μεγάλη]] είναι η [[περιοχή]] που οργώνουν τα μουλάρια, στο ίδ.· και ομοίως, πληρέστερα, ὅσσον τ' [[οὖρον]] [[πέλει]] ἡμιόνοιϊν, <i>τόσον ὑπεκπροθέων</i>, σε Ομήρ. Οδ.· αβέβαιη η [[απόσταση]] που οργώνουν τα μουλάρια· [[συνήθως]] πρόκειται για την [[απόσταση]] στην οποία τα μουλάρια θα ξεπερνούσαν τα βόδια κατά το όργωμα ίδιας έκτασης στην [[ίδια]] χρονική [[στιγμή]].<br /><b class="num">• [[οὖρον]]:</b> τό, [[ούρο]], [[ούρα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὖρον:'''<br /><b class="num">I</b> τό [[οὐρέω]] моча Her., Arst.<br /><b class="num">II</b> τό [[ὄρνυμι]] или [[εὐρύς]] расстояние, протяжение, отрезок: δίσκου οὖρα Hom. расстояние брошенного, т. е. дальность полета диска; οὖ. ἡμιόνοιϊν (или ἡμιονοῖϊν) и οὖρα ἡμιόνων Hom. (максимальная) длина борозды, проводимая парой (пашущих) мулов (за один раз).
}}
}}
{{etym
{{etym