χελώνη: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> tortue, <i>animal</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> :<br /><b>1</b> toit pour abriter les travailleurs et les machines de siège autour d'une place assiégée;<br /><b>2</b> écaille de lyre.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. sl. zelu « tortue ».
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> tortue, <i>animal</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> :<br /><b>1</b> toit pour abriter les travailleurs et les machines de siège autour d'une place assiégée;<br /><b>2</b> écaille de lyre.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. sl. zelu « tortue ».
}}
{{elru
|elrutext='''χελώνη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[черепаха]] HH, Her., Soph., Arph., Arst., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[лира]] Plut.;<br /><b class="num">3)</b> воен. «[[черепаха]]» (лат. [[testudo]]), [[подвижный защитный навес]] (χ. ξυλίνη Xen.): χ. [[χωστρίς]] Polyb. навес для защиты подкопных работ; χ. [[κριοφόρος]] Diod. защитный навес с тараном - см. тж. [[χέλυς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χελώνη:''' ἡ, [[χελώνα]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.<br /><b class="num">I.</b> παροιμ., λέγεται για την [[αναισθησία]], <i>ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος</i>, ω χελώνες ευτυχισμένες στο χοντρό [[δέρμα]] σας! σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Ρωμ. [[testudo]], [[σκεπή]] που δημιουργείται από ασπίδες που σκεπάζουν η [[μία]] την [[άλλη]] όπως οι φολίδες στη [[ράχη]] της χελώνας, που χρησιμοποιείται ως προστατευτικό [[μέσο]] κατά την έφοδο στα τείχη μιας πόλης· [[έπειτα]], γενικά, κινητή [[οροφή]] για την [[προστασία]] των πολιορκητών, σε Ξεν.
|lsmtext='''χελώνη:''' ἡ, [[χελώνα]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.<br /><b class="num">I.</b> παροιμ., λέγεται για την [[αναισθησία]], <i>ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος</i>, ω χελώνες ευτυχισμένες στο χοντρό [[δέρμα]] σας! σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το Ρωμ. [[testudo]], [[σκεπή]] που δημιουργείται από ασπίδες που σκεπάζουν η [[μία]] την [[άλλη]] όπως οι φολίδες στη [[ράχη]] της χελώνας, που χρησιμοποιείται ως προστατευτικό [[μέσο]] κατά την έφοδο στα τείχη μιας πόλης· [[έπειτα]], γενικά, κινητή [[οροφή]] για την [[προστασία]] των πολιορκητών, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''χελώνη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[черепаха]] HH, Her., Soph., Arph., Arst., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[лира]] Plut.;<br /><b class="num">3)</b> воен. «[[черепаха]]» (лат. [[testudo]]), [[подвижный защитный навес]] (χ. ξυλίνη Xen.): χ. [[χωστρίς]] Polyb. навес для защиты подкопных работ; χ. [[κριοφόρος]] Diod. защитный навес с тараном - см. тж. [[χέλυς]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj