ἀπεριλάλητος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />loquace, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], περιλαλέω.
|btext=ος, ον :<br />loquace, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], περιλαλέω.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεριλάλητος:''' [[которого не переговоришь]], [[тараторящий без умолку]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπεριλάλητος:''' -ον ([[περιλαλέω]]), αυτός που δεν υπερβάλλει στο λόγο του με φλυαρίες, αυτός που είναι [[μετρημένος]] στα [[λόγια]] του, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀπεριλάλητος:''' -ον ([[περιλαλέω]]), αυτός που δεν υπερβάλλει στο λόγο του με φλυαρίες, αυτός που είναι [[μετρημένος]] στα [[λόγια]] του, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεριλάλητος:''' [[которого не переговоришь]], [[тараторящий без умолку]] Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περιλαλέω]]<br />not to be out-talked, Ar.
|mdlsjtxt=[[περιλαλέω]]<br />not to be out-talked, Ar.
}}
}}