ὄλεθρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> perte, ruine, mort;<br /><b>2</b> ce qui cause la ruine, fléau.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> perte, ruine, mort;<br /><b>2</b> ce qui cause la ruine, fléau.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄλεθρος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[гибель]], [[уничтожение]] (ὄ. καὶ [[διαφθορά]] Plat.): οὐκ εἰς ὄλεθρον; Soph. бран. не сгинешь ты?, т. е. убирайся прочь отсюда;<br /><b class="num">2)</b> [[потеря]] (χρημάτων Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> перен., бран. [[пагуба]], [[чума]], [[бич]]: ὄ. [[Μακεδών]] Dem. македонская чума, т. е. Филипп; ὄ. [[γραμματεύς]] Dem. (об Эсхине) проклятый писака.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄλεθρος:''' ὁ ([[ὄλλυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[αφανισμός]], [[καταστροφή]], [[απώλεια]], [[θάνατος]], σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.· <i>ὀλέθρου πείρατα</i>, όπως το θανάτου [[τέλος]], η [[συντέλεση]] του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>οὐκεἰς ὄλεθρον;</i> ως [[κατάρα]], δεν πας να χαθείς; σε Σοφ.· <i>χρημάτων ὀλέθρῳ</i>, εξαιτίας της απώλειας χρημάτων, σε Θουκ.· <i>ἐπ' ὀλέθρῳ</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> όπως τα Λατ. [[pernicies]] και [[pestis]], αυτό που μπορεί να επιφέρει την [[καταστροφή]], [[λοιμός]], [[πανούκλα]], [[κατάρα]], σε Ησίοδ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Ηρόδ.· ομοίως, ο Οιδίποδας αποκαλεί τον εαυτό του, <i>τὸν ὄλεθρον μέγαν</i>, σε Σοφ.· [[ὄλεθρος]] [[Μακεδών]], λέγεται για τον Φίλιππο, σε Δημ.
|lsmtext='''ὄλεθρος:''' ὁ ([[ὄλλυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[αφανισμός]], [[καταστροφή]], [[απώλεια]], [[θάνατος]], σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.· <i>ὀλέθρου πείρατα</i>, όπως το θανάτου [[τέλος]], η [[συντέλεση]] του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>οὐκεἰς ὄλεθρον;</i> ως [[κατάρα]], δεν πας να χαθείς; σε Σοφ.· <i>χρημάτων ὀλέθρῳ</i>, εξαιτίας της απώλειας χρημάτων, σε Θουκ.· <i>ἐπ' ὀλέθρῳ</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> όπως τα Λατ. [[pernicies]] και [[pestis]], αυτό που μπορεί να επιφέρει την [[καταστροφή]], [[λοιμός]], [[πανούκλα]], [[κατάρα]], σε Ησίοδ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Ηρόδ.· ομοίως, ο Οιδίποδας αποκαλεί τον εαυτό του, <i>τὸν ὄλεθρον μέγαν</i>, σε Σοφ.· [[ὄλεθρος]] [[Μακεδών]], λέγεται για τον Φίλιππο, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄλεθρος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[гибель]], [[уничтожение]] (ὄ. καὶ [[διαφθορά]] Plat.): οὐκ εἰς ὄλεθρον; Soph. бран. не сгинешь ты?, т. е. убирайся прочь отсюда;<br /><b class="num">2)</b> [[потеря]] (χρημάτων Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> перен., бран. [[пагуба]], [[чума]], [[бич]]: ὄ. [[Μακεδών]] Dem. македонская чума, т. е. Филипп; ὄ. [[γραμματεύς]] Dem. (об Эсхине) проклятый писака.
}}
}}
{{etym
{{etym