κάθοδος: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κάθοδος]], Α ιων. τ. [[κάτοδος]])<br /><b>1.</b> [[κατάβαση]] από υψηλότερο [[μέρος]] σε χαμηλότερο, [[κατέβασμα]] («η [[κάθοδος]] στον [[υπόγειο]] [[είναι]] επικίνδυνη»)<br /><b>2.</b> ο [[δρόμος]] που φέρει [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατωφέρεια]], [[κατηφοριά]] («η [[κάθοδος]] μερικές φορές [[είναι]] πιο κουραστική από την άνοδο»)<br /><b>3.</b> η [[μετάβαση]] από μεσόγεια μέρη [[προς]] τα παράλια (α. «η [[κάθοδος]] τών Δωριέων» β. «ἡ [[κάθοδος]] ἡ ἐπὶ τὴν θάλασσαν», Αρρ.<br />γ. «ἡ [[κάθοδος]] τῶν μυρίων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[σκάλα]] που οδηγεί [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.-χημ.</b> α) το [[ηλεκτρόδιο]] στο οποίο πραγματοποιείται η [[έξοδος]] του ηλεκτρικού ρεύματος [[προς]] τον ηλεκτρολύτη ενός ηλεκτροχημικού στοιχείου<br />β) το [[ηλεκτρόδιο]] που αποτελεί την [[πρωτεύουσα]] [[πηγή]] ηλεκτρονίων στους ηλεκτρονικούς σωλήνες κενού<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κάθοδοι</i><br /><b>ναυτ.</b> τα τετράγωνα ανοίγματα του καταστρώματος πλοίου με τα οποία γίνεται η [[επικοινωνία]] με το [[κύτος]] και ο [[αερισμός]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεν.</b> [[επιστροφή]], [[επάνοδος]] και ειδ. τών αιχμαλώτων («καθόδου δίδωσι μισθὸν Εὐρυσθεῑ μέγαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επανάληψη]] («χιλίων ἐτῶν [[κάθοδος]]», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[οδός]] που οδηγεί [[προς]] τον Άδη<br /><b>4.</b> (για φαγητά) [[κατάποση]] («τῶν ἐδεσμάτων ἐν τῆ καθόδῳ ἡ [[ἡδονή]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>αστρον.</b> η [[κλίση]] τών πλανητών<br /><b>6.</b> η [[προς]] τα [[κάτω]] [[πορεία]] του ποταμού Νείλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]]. Ως επιστημον. όρος η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cathode</i>].
|mltxt=η (AM [[κάθοδος]], Α ιων. τ. [[κάτοδος]])<br /><b>1.</b> [[κατάβαση]] από υψηλότερο [[μέρος]] σε χαμηλότερο, [[κατέβασμα]] («η [[κάθοδος]] στον [[υπόγειο]] [[είναι]] επικίνδυνη»)<br /><b>2.</b> ο [[δρόμος]] που φέρει [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατωφέρεια]], [[κατηφοριά]] («η [[κάθοδος]] μερικές φορές [[είναι]] πιο κουραστική από την άνοδο»)<br /><b>3.</b> η [[μετάβαση]] από μεσόγεια μέρη [[προς]] τα παράλια (α. «η [[κάθοδος]] τών Δωριέων» β. «ἡ [[κάθοδος]] ἡ ἐπὶ τὴν θάλασσαν», Αρρ.<br />γ. «ἡ [[κάθοδος]] τῶν μυρίων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[σκάλα]] που οδηγεί [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.-χημ.</b> α) το [[ηλεκτρόδιο]] στο οποίο πραγματοποιείται η [[έξοδος]] του ηλεκτρικού ρεύματος [[προς]] τον ηλεκτρολύτη ενός ηλεκτροχημικού στοιχείου<br />β) το [[ηλεκτρόδιο]] που αποτελεί την [[πρωτεύουσα]] [[πηγή]] ηλεκτρονίων στους ηλεκτρονικούς σωλήνες κενού<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κάθοδοι</i><br /><b>ναυτ.</b> τα τετράγωνα ανοίγματα του καταστρώματος πλοίου με τα οποία γίνεται η [[επικοινωνία]] με το [[κύτος]] και ο [[αερισμός]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεν.</b> [[επιστροφή]], [[επάνοδος]] και ειδ. τών αιχμαλώτων («καθόδου δίδωσι μισθὸν Εὐρυσθεῖ μέγαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επανάληψη]] («χιλίων ἐτῶν [[κάθοδος]]», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[οδός]] που οδηγεί [[προς]] τον Άδη<br /><b>4.</b> (για φαγητά) [[κατάποση]] («τῶν ἐδεσμάτων ἐν τῆ καθόδῳ ἡ [[ἡδονή]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>αστρον.</b> η [[κλίση]] τών πλανητών<br /><b>6.</b> η [[προς]] τα [[κάτω]] [[πορεία]] του ποταμού Νείλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]]. Ως επιστημον. όρος η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cathode</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm