δῆμος: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
(CSV import)
Line 57: Line 57:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[commons]], [[district]], [[the common people]], [[the commons]]
|woodrun=[[commons]], [[district]], [[the common people]], [[the commons]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=διαμέρισμα γῆς, ὁ [[λαός]]). Ἀπό τή ρίζα δατοῦ [[δατέομαι]] (=[[μοιράζω]]) ἤ, σύμφωνα μέ ἄλλους, ἀπό τή ρίζα δαμ τοῦ [[δαμάζω]]. Ἐκτός ἀπό τά παραπάνω σύνθετα παράγωγά του, ἄλλα παράγωγα εἶναι τά: [[δήμιος]], [[δημότης]], [[δημοτικός]], [[δημώδης]], [[δημωφελής]], δημοῦμαι, δημιουργῶ, [[δημιουργός]], [[δημιουργικός]], [[δημιουργία]], [[δημιούργημα]], δημοκρατοῦμαι, [[δημοκρατικός]], [[δημοκρατία]], [[δημοσιεύω]], [[δημόσιος]], [[δημοσίευσις]], [[ἀδημοσίευτος]], [[δημοσιόω]] (=κάνω κάτι δημόσιο), [[νεοδαμώδης]].
}}
}}