νωθρός: Difference between revisions

m
pape replacement
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 39: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ὀκνηρός]], [[χαλαρός]]). Συνώνυμο καί τό [[νωθής]]. Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό νοσῶ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[νώθεια]] (=βραδύτητα), [[νωθρεία]], [[νωθρεύομαι]], [[νωθρότης]].
|mantxt=(=[[ὀκνηρός]], [[χαλαρός]]). Συνώνυμο καί τό [[νωθής]]. Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό νοσῶ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[νώθεια]] (=βραδύτητα), [[νωθρεία]], [[νωθρεύομαι]], [[νωθρότης]].
}}
{{pape
|ptext== [[νωθής]], <i>[[träge]]</i>; νωθροί πως ἀπαντῶσι πρὸς τὰς μαθήσεις, Plat. <i>Theaet</i>. 144b; [[häufiger]] bei Sp., καὶ [[ἡσύχιος]], Pol. 32.9.11, ἐν ταῖς ἐπινοίαις, 4.8.5, [[öfter]]; so <i>von geistiger [[Trägheit]] od. [[Dummheit]]</i>, [[ἀγεννῶς]] καὶ νωθρῶς, 3.90.6; καὶ [[ἀτόλμως]], 4.60.2; Luc. <i>Dem. enc</i>. 43; νωθρὸς ἀπ' ἰξύος εἰς πόδας, Comet. 2 (IX.597); νωθρὰ βλέπειν, Sosipat. 2 (V.55); νότοι, nach S.Emp. <i>adv.mus</i>. 50 = <i>[[träge]] [[machend]]</i>.
}}
}}