καταστρέφω: Difference between revisions

m
pape replacement
m (Text replacement - "down" to "down")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-στρέφω, Ion. plqperf. med.-pass. 3 plur. κατεστράφατο, met acc., causat. (doen) omkeren, omver gooien:; κ. τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν de tafels van de geldwisselaars NT Mt. 21.12; overdr.: κ. τὴν πόλιν de stad op z’n kop zetten Aristoph. Eq. 274. draaien naar, richten op:; ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν; waarheen leidt u de conclusie uw woorden? Aeschl. Pers. 787; spec. op het einde richten, beëindigen:; κ. τὸν βίον het leven beëindigen Plut. Thes. 19.8; pregn. ( sc. τὸν βίον ) sterven:; αἷμα ταύρειον πιὼν κατέστρεψε toen hij het stierenbloed gedronken had stierf hij Plut. Them. 31.6; abs. eindigen, aflopen:. τοὺς λόγους ἐπὶ τὰ πράγματα καταστρέφειν οἰόμενος in de mening dat woorden op daden uitlopen Plut. Phil. 4.8; ἐνιαυτοῦ καταστρέφοντος aan het eind van het jaar Plut. Caes. 51.1. spec. med. onderwerpen, eronder krijgen:; νόσον κ. ziekte de baas te worden Eur. Hipp. 477; ook pass.:; οἱ Λυδοὶ κατεστράφατο ὑπὸ Περσέων de Lydiërs waren onderworpen aan de Perzen Hdt. 1.141.1; dwingen tot, met εἰς:; κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν hij dwong hen tot afdracht van belasting Hdt. 1.6.2; met inf.:;’ Ιωνίην... κατεστρέψατο δασμοφόρον εἶναι hij dwong Ionië tot schatplichtigheid Hdt. 7.51.1; ook pass.: ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι τάδε ik ben gedwongen hierin naar je te luisteren Aeschl. Ag. 956. ret. ptc. perf. med.-pass.: λέξις κατεστραμμένη compacte stijl Aristot. Rh. 1409a26.
|elnltext=κατα-στρέφω, Ion. plqperf. med.-pass. 3 plur. κατεστράφατο, met acc., causat. (doen) omkeren, omver gooien:; κ. τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν de tafels van de geldwisselaars NT Mt. 21.12; overdr.: κ. τὴν πόλιν de stad op z’n kop zetten Aristoph. Eq. 274. draaien naar, richten op:; ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν; waarheen leidt u de conclusie uw woorden? Aeschl. Pers. 787; spec. op het einde richten, beëindigen:; κ. τὸν βίον het leven beëindigen Plut. Thes. 19.8; pregn. ( sc. τὸν βίον ) sterven:; αἷμα ταύρειον πιὼν κατέστρεψε toen hij het stierenbloed gedronken had stierf hij Plut. Them. 31.6; abs. eindigen, aflopen:. τοὺς λόγους ἐπὶ τὰ πράγματα καταστρέφειν οἰόμενος in de mening dat woorden op daden uitlopen Plut. Phil. 4.8; ἐνιαυτοῦ καταστρέφοντος aan het eind van het jaar Plut. Caes. 51.1. spec. med. onderwerpen, eronder krijgen:; νόσον κ. ziekte de baas te worden Eur. Hipp. 477; ook pass.:; οἱ Λυδοὶ κατεστράφατο ὑπὸ Περσέων de Lydiërs waren onderworpen aan de Perzen Hdt. 1.141.1; dwingen tot, met εἰς:; κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν hij dwong hen tot afdracht van belasting Hdt. 1.6.2; met inf.:;’ Ιωνίην... κατεστρέψατο δασμοφόρον εἶναι hij dwong Ionië tot schatplichtigheid Hdt. 7.51.1; ook pass.: ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι τάδε ik ben gedwongen hierin naar je te luisteren Aeschl. Ag. 956. ret. ptc. perf. med.-pass.: λέξις κατεστραμμένη compacte stijl Aristot. Rh. 1409a26.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταρρίπτω]], [[ποδοπατώ]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[αναγυρίζω]] το [[έδαφος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αναταράσσω]], [[ανατρέπω]], [[φθείρω]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., [[υποτάσσω]] τον εαυτό μου, υποδουλώνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν</i>, τους υπέταξε και τους κατέστησε υποτελείς, σε Ηρόδ.· ομοίως, Ἰωνίην κατεστρέψατο δασμοφόρον [[εἶναι]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., στον αόρ. αʹ και παρακ., υποδουλώνομαι, στον ίδ.· <i>ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι</i>, είμαι αναγκασμένος να [[ακούω]], σε Αισχύλ.· [[αλλά]] ο Παθ. παρακ. χρησιμ. επίσης με [[σημασία]] Μέσ., σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> [[επιστρέφω]], [[επαναφέρω]], <i>κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανθρωπίαν</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">IV.</b> [[ολοκληρώνω]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], σε Αισχύλ.· απόλ., [[έρχομαι]] σε [[πέρας]], [[τελειώνω]], [[λήγω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">V.</b> [[συστρέφω]], [[στρίβω]]· μεταφ., [[λέξις]] κατεστραμμένη, πυκνό περιοδικό ύφος, αντίθ. προς το χαλαρό και [[ρέον]] ύφος (<i>εἰρομένη</i>), σε Αριστ.
|lsmtext='''καταστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταρρίπτω]], [[ποδοπατώ]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[αναγυρίζω]] το [[έδαφος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αναταράσσω]], [[ανατρέπω]], [[φθείρω]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., [[υποτάσσω]] τον εαυτό μου, υποδουλώνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν</i>, τους υπέταξε και τους κατέστησε υποτελείς, σε Ηρόδ.· ομοίως, Ἰωνίην κατεστρέψατο δασμοφόρον [[εἶναι]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., στον αόρ. αʹ και παρακ., υποδουλώνομαι, στον ίδ.· <i>ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι</i>, είμαι αναγκασμένος να [[ακούω]], σε Αισχύλ.· [[αλλά]] ο Παθ. παρακ. χρησιμ. επίσης με [[σημασία]] Μέσ., σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> [[επιστρέφω]], [[επαναφέρω]], <i>κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανθρωπίαν</i>, σε Αισχίν.<br /><b class="num">IV.</b> [[ολοκληρώνω]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], σε Αισχύλ.· απόλ., [[έρχομαι]] σε [[πέρας]], [[τελειώνω]], [[λήγω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">V.</b> [[συστρέφω]], [[στρίβω]]· μεταφ., [[λέξις]] κατεστραμμένη, πυκνό περιοδικό ύφος, αντίθ. προς το χαλαρό και [[ρέον]] ύφος (<i>εἰρομένη</i>), σε Αριστ.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':katastršfw 卡他-士特雷賀<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':向下-轉 相當於: ([[הָפַךְ]]&#x200E;)  ([[מַהְפֵּכָה]]&#x200E;)  ([[שָׁחַת]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':顛倒,推倒,顛覆,毀壞;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[στρέφω]])=扭轉)組成;其中 ([[στρέφω]])出自([[τροπή]])=轉動),而 ([[τροπή]])出自([[τρέμω]])X*=轉)。參讀 ([[ἀναιρέω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(2);太(1);可(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 推倒(2) 太21:12; 可11:15
|sngr='''原文音譯''':katastršfw 卡他-士特雷賀<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':向下-轉 相當於: ([[הָפַךְ]]&#x200E;)  ([[מַהְפֵּכָה]]&#x200E;)  ([[שָׁחַת]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':顛倒,推倒,顛覆,毀壞;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[στρέφω]])=扭轉)組成;其中 ([[στρέφω]])出自([[τροπή]])=轉動),而 ([[τροπή]])出自([[τρέμω]])X*=轉)。參讀 ([[ἀναιρέω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(2);太(1);可(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 推倒(2) 太21:12; 可11:15
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> <i>[[umkehren]], [[umwenden]]; H.h. [[Apoll]]</i>. 73; Sotad. bei Ath. VII.293e; vom [[Pflügen]] des Ackers, Xen. <i>Oec</i>. 17.10; <i>[[umstürzen]], [[hinstürzen]]</i>, εἰκόνας DL. 5.82; vom [[Ringer]], Lucill. (XI.163); <i>[[zerstören]]</i>, τὰ προάστεια ὑπὸ τοῦ στρατοῦ κατέστραπτο Hdn. 8.4.22; τὸν στέφανον κατεστραμμένον Plut. <i>Brut</i>. 39; κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανθρωπίαν, <i>[[zurückwenden]]</i>, Aesch. 2.39.<br><b class="num">2</b> <i>hinwenden</i>; [[ποῖ]] καταστρέφεις λόγων τελευτήν Aesch. <i>Pers</i>. 773; <i>[[endigen]], [[beschließen]]</i>, [[besonders]] κατέστρεψε τὸν βίον, Plut. <i>Thes</i>. 19; Ael. <i>H.A</i>. 13.21; βιοὺς δ' ἔτη [[ἐνενήκοντα]] κατέστρεψε τοῦ [[ζῆν]] DL. 8.78; [[häufig]] ohne [[Zusatz]], κατέστρεψεν [[αἷμα]] ταύρειον [[πιών]], <i>er endigte sein [[Leben]]</i>, Plut. <i>Them</i>. 31, [[öfter]], wie andere Spätere, z.B. Arr. <i>An</i>. 7.3.1 Hdn. 5.8.19; intr., [[ἤδη]] τῆς ἡμέρας καταστρεφούσης Plut. <i>Sull</i>. 29; εἴς τι, <i>in [[Etwas]] [[endigen]], mit [[Etwas]] [[aufhören]]</i>, Alciphr. 3.70; Plut.; ἡ Ἀράτου [[σύνταξις]] ἐπὶ τούτους καταστρέφει τοὺς καιρούς, hört mit [[dieser]] Zeit auf, Pol. 4.2.8; vgl. DS. 14.84; trans., καταστρέφειν τὴν βίβλον, das Buch <i>[[beendigen]]</i>, Pol. 3.118.10, τοὺς λόγους 23.9.4, [[öfter]]; Din. 1.32 [[οὕτω]] κατέστρεψεν ἡ [[τύχη]] [[ταῦτα]], ὡς [[τἀναντία]] γίνεσθαι τοῖς προσδοκωμένοις, das [[Schicksal]] wandte Alles so.<br><b class="num">3 Med</b>. [[Andere]] <i>sich [[unterwerfen]], [[unterjochen]], [[zwingen]]</i>; κατεστρέφοντο τὴν [[ἄλλην]] Μακεδονίην Her. 8.138; τοὺς μὴ τὰ σὰ φρονέοντας [[ῥηϊδίως]] καταστρέψεαι 9.2, [[öfter]]; Thuc. 3.13, 4.65; Xen. <i>Cyr</i>. 1.5.2; Folgde, wie Pol. 1.6.7; – ἀκούειν [[σου]] κατέστραμμαι τάδε Aesch. <i>Ag</i>. 930, <i>ich bin [[gezwungen]]</i>; so pass. [[κατεστράφατο]], ion. = κατεστραμμένοι [[ἦσαν]], Her. 1.141, vgl. 1.68 und Thuc. 5.29; τὰ κατεστραμμένα ἔθνη, <i>die unterworfenen</i>, Xen. <i>Cyr</i>. 8.6.1; aber act. [[ταύτῃ]] [[χρησάμενος]] τῇ γνώμῃ πάντα κατέστραπται καὶ [[ἔχει]] Dem. 4.6; Isocr. 5.21; Xen. <i>Hell</i>. 5.2.8. – Der aor. κατεστράφθησαν mit der [[varia lectio|v.l.]] κατεστράφησαν Her. 1.130. – Κατεστραμμένη [[λέξις]], <i>periodischer [[Ausdruck]] mit verschlungenen Sätzen</i>, <span class="ggns">Gegensatz</span> εἰρομένη, Arist. <i>rhet</i>. 3.9.
}}
}}