3,274,313
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=τριχοειδής -ές [θρίξ, εἶδος] lijkend op haar, haarachtig. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />όμοιος με [[τρίχα]] (α. «τριχοειδή αγγεία» β. «τριχοειδεῖς σωλῆνες», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα τριχοειδή</i><br /><b>ανατ.</b> λεπτότατα αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία, που αποτελούν [[σημαντικά]] στοιχεία της κυκλοφορίας του αίματος και της λέμφου, αλλ. τριχοειδή αγγεία<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τριχοειδές [[νερό]]»<br /><b>γεωλ.</b> εδαφικό [[νερό]] [[πάνω]] από τον υδροφόρο ορίζοντα, το οποίο συγκρατείται, λόγω τριχοειδικών φαινομένων, [[γύρω]] από τα σωματίδια του εδάφους και στα διάκενά τους, με τη [[μορφή]] ενός συνεχούς υμενίου<br />β) «[[τριχοειδής]] [[βρογχίτιδα]]» — <b>βλ.</b> [[βρογχίτιδα]]<br />γ) «[[τριχοειδής]] [[σωλήνας]]»<br /><b>φυσ.</b> [[σωλήνας]] πολύ μικρής διατομής, στον οποίο [[είναι]] [[εμφανής]] η [[ανάπτυξη]] τών τριχοειδικών φαινομένων<br />δ) «τριχοειδή φαινόμενα»<br /><b>φυσ.</b> τα τριχοειδικά φαινόμενα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τριχοειδῶς</i> Α<br />με τριχοειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>trichoid</i>]. | |mltxt=-ές, ΝΑ<br />όμοιος με [[τρίχα]] (α. «τριχοειδή αγγεία» β. «τριχοειδεῖς σωλῆνες», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα τριχοειδή</i><br /><b>ανατ.</b> λεπτότατα αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία, που αποτελούν [[σημαντικά]] στοιχεία της κυκλοφορίας του αίματος και της λέμφου, αλλ. τριχοειδή αγγεία<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τριχοειδές [[νερό]]»<br /><b>γεωλ.</b> εδαφικό [[νερό]] [[πάνω]] από τον υδροφόρο ορίζοντα, το οποίο συγκρατείται, λόγω τριχοειδικών φαινομένων, [[γύρω]] από τα σωματίδια του εδάφους και στα διάκενά τους, με τη [[μορφή]] ενός συνεχούς υμενίου<br />β) «[[τριχοειδής]] [[βρογχίτιδα]]» — <b>βλ.</b> [[βρογχίτιδα]]<br />γ) «[[τριχοειδής]] [[σωλήνας]]»<br /><b>φυσ.</b> [[σωλήνας]] πολύ μικρής διατομής, στον οποίο [[είναι]] [[εμφανής]] η [[ανάπτυξη]] τών τριχοειδικών φαινομένων<br />δ) «τριχοειδή φαινόμενα»<br /><b>φυσ.</b> τα τριχοειδικά φαινόμενα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τριχοειδῶς</i> Α<br />με τριχοειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>trichoid</i>]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[haatartig]], [[haarig]]</i>, Hippocr. und sp. Medic. | |||
}} | }} |