σινίον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=τό (=κόσκινο). Ἀμφίβολη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τά [[σήθω]] (=[[κοσκινίζω]]), σάω (=[[κοσκινίζω]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[σινιάζω]] (=[[κοσκινίζω]]), [[σινίασμα]] (=τό ἄχυρο).
|mantxt=τό (=[[κόσκινο]]). Ἀμφίβολη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τά [[σήθω]] (=[[κοσκινίζω]]), σάω (=[[κοσκινίζω]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[σινιάζω]] (=[[κοσκινίζω]]), [[σινίασμα]] (=τό ἄχυρο).
}}
}}