σκύλλω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+), " to "$1$2, $3, "
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+), " to "$1, , ")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=σπαράζω, ξεσχίζω, μαδῶ). Ἀπό ρίζα σκυλ- ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: [[σκῦλον]] (=[[λάφυρο]]), [[σκυλμός]] (=[[ξέσχισμα]]), [[σκύλμα]] (=μαδημένα μαλλιά), [[κοσκυλμάτια]] (=ἄχρηστα ἀποκόμματα δερμάτων), [[Σκύλλα]], [[σκύλαξ]].
|mantxt=(=[[σπαράζω]], [[ξεσχίζω]], μαδῶ). Ἀπό ρίζα σκυλ- ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: [[σκῦλον]] (=[[λάφυρο]]), [[σκυλμός]] (=[[ξέσχισμα]]), [[σκύλμα]] (=μαδημένα μαλλιά), [[κοσκυλμάτια]] (=ἄχρηστα ἀποκόμματα δερμάτων), [[Σκύλλα]], [[σκύλαξ]].
}}
}}
{{ntsuppl
{{ntsuppl
|ntstxt=importuner, ennuyer
|ntstxt=importuner, ennuyer
}}
}}