3,274,399
edits
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=τεντώνω, ἁπλώνω). Ἀπό ρίζα ταν- ἤ τεν-. Θέματα: α) τεν+j+ω → τέννω → τένω → [[τείνω]], β) τανκαί τα ([[ταναός]], [[τέτακα]], [[ἐτάθην]]) καί γ) μέ ἑτεροίωση τον ([[τόνος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ταινία]], [[ταινιόω]] -ῶ (=[[στεφανώνω]]), [[ταναός]] (=μακρύς, ψηλός), [[τανύω]], [[τατικός]] ([[ἐντατικός]]), [[τατός]], [[ἐκτατός]], [[ἐντατός]], (ἀνέν, ἀνεπέκ, ἀνεπί, ἀσύν, δυσέν)τατος, [[τάσις]], ([[ἐν]], [[ἐπί]], ἐκ, [[πρό]], ὑπό) τασις, [[ἐκτάδην]], [[ἐκταδόν]], [[ἐκτατέον]], [[συντατέον]], [[τεταμένως]], [[τέτανος]], [[τένων]] -οντος (=νεῦρο τοῦ σώματος), [[ἀτενής]], ἀτενῶς, [[ἐκτενής]], τετανόςή-όν (=[[τεντωμένος]]), [[τόνος]], [[βαρύτονος]], [[ἔντονος]], [[ὀξύτονος]], [[σύντονος]], [[τονόω]] -ῶ (=[[δυναμώνω]]), [[τόνωσις]], [[τονωτικός]], [[τονικός]], [[χειρότονος]], χειροτονῶ. | |mantxt=(=[[τεντώνω]], [[ἁπλώνω]]). Ἀπό ρίζα ταν- ἤ τεν-. Θέματα: α) τεν+j+ω → τέννω → τένω → [[τείνω]], β) τανκαί τα ([[ταναός]], [[τέτακα]], [[ἐτάθην]]) καί γ) μέ ἑτεροίωση τον ([[τόνος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ταινία]], [[ταινιόω]] -ῶ (=[[στεφανώνω]]), [[ταναός]] (=[[μακρύς]], [[ψηλός]]), [[τανύω]], [[τατικός]] ([[ἐντατικός]]), [[τατός]], [[ἐκτατός]], [[ἐντατός]], (ἀνέν, ἀνεπέκ, ἀνεπί, ἀσύν, δυσέν)τατος, [[τάσις]], ([[ἐν]], [[ἐπί]], ἐκ, [[πρό]], ὑπό) τασις, [[ἐκτάδην]], [[ἐκταδόν]], [[ἐκτατέον]], [[συντατέον]], [[τεταμένως]], [[τέτανος]], [[τένων]] -οντος (=νεῦρο τοῦ σώματος), [[ἀτενής]], ἀτενῶς, [[ἐκτενής]], τετανόςή-όν (=[[τεντωμένος]]), [[τόνος]], [[βαρύτονος]], [[ἔντονος]], [[ὀξύτονος]], [[σύντονος]], [[τονόω]] -ῶ (=[[δυναμώνω]]), [[τόνωσις]], [[τονωτικός]], [[τονικός]], [[χειρότονος]], χειροτονῶ. | ||
}} | }} |