3,273,483
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $3$4") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἶνος''': ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.), ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐζυμωμένος χυμὸς τῆς σταφυλῆς, τὸ κρασὶ (πρβλ. [[ἄμπελος]])· παρ’ Ὁμήρ. [[εἶναι]] [[μέλας]], (πρβλ. [[οἶνοψ]]), Ὀδ. Ε. 265., Ι. 196· ἢ [[ἐρυθρός]], Ε. 165., Ι. 163· ἐπαινεῖται δὲ ὡς σπινθηρίζων, [[αἶθοψ]], Ἰλ. Α. 462., Δ. 259· ὡς [[ἡδύς]], Ὀδ. Β. 350., Ι. 205· [[ἡδύποτος]] Ο. 507· μελιηδὴς Ἰλ. Δ. 346, κτλ.· [[μελίφρων]] Ζ. 264· ὡς [[παλαιός]], Ὀδ. Β. 340, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 74, Σιμωνίδ. 75· ([[οὕτως]] οἴνους παλαιοὺς εὐώδεις Ξεν. Ἀν. 4.4, 9)· ὡς φαιδρύνων τὸν ἄνθρωπον, ἐΰφρων, Ἰλ. Γ. 246· ὡς παρέχων ἰσχὺν καὶ ζωηρότητα, [[εὐήνωρ]], Ὀδ. Δ. 622. Οἱ παρ’ Ὁμήρῳ ἥρωες ἔπινον αὐτὸν μεμιγμένον μεθ’ ὕδατος, [[οἶνον]] ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρι κέρωνται Ἰλ. Δ. 259· ([[ἐντεῦθεν]] [[κρητήρ]], τὸ [[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ ἐγίνετο ἡ [[μῖξις]])· καὶ ἡ [[συνήθεια]] αὕτη διέμεινε μετὰ [[ταῦτα]], πρβλ. Ἡρόδ. 6. 84 (ἴδε ἐν λ. [[ἴσος]] Ι. ἐν τέλ., [[ἄκρατος]], Πράμνιος)· - μετὰ προθέσεων, ἐν οἴνῳ, ἐν πότῳ, inter pocula, Ἀριστοφ. Λυσ. 1227, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 36, Πλούτ.· παρ’ οἴνῳ Σοφ. Ο. Τ. 780· παρ’ [[οἶνον]] Πλούτ. 2. 143C· μετὰ παιδιᾶς καὶ οἴνου Θουκ. 6.28· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., ἡ ἐν οἴνοις διατριβὴ Πλάτ. Νόμ. 641C, 645C· - πληθ. [[ὡσαύτως]], οἶνοι, Λατ. vina, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Πολ. 573Α, κ. ἀλλ.· - [[οἶνος]] [[δωδεκάδραχμος]], οὗ ὁ [[πίθος]] τιμᾶται [[δώδεκα]] δραχμῶν, Δημ. 1045.5· - παροιμ., [[οἶνος]] τὸ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 11· [[οἶνος]] καὶ [[ἀλήθεια]], in vino veritas, Παροιμιογρ.· - [[οἶνος]] [[συχνάκις]] παραλείπεται, πίνειν πολὺν (ἐξυπ. [[οἶνον]]) Εὐρ. Κύκλ. 569, πρβλ. Θεόκρ. 18. 11· [[μάλιστα]] μετὰ τοπικῶν ὀνομάτων, ὁ Πράμνιος, ὁ Βύβλινος, κτλ., ὡς λέγεται παρ’ Ἄγγλοις «Port, Sherry, Rhenish» - Ὡς δὲ καὶ παρὰ τοῖς [[σήμερον]] Ἕλλησι παρεσκευάζετο διὰ ῥητίνης ἵνα, ὡς ἐνόμιζον, διατηρῆται [[κάλλιον]], Πλούτ. 2. 676C, πρβλ. Plin. H. N. 16. 22., 14. 25. 2) [[οἶνος]] ἐξ ἄλλων καρπῶν, [[οἶνος]] ἐκ κριθῶν, [[εἶδος]] ζύθου, Ἡρόδ. 2. 77˙ [[ὡσαύτως]] ἐκ φοινίκων ([[οἶνος]] φοινικήιος) ἀπαντᾷ ἐν 1. 193., 2. 86˙ ἐκ λωτοῦ, 4. 177, κτλ.˙ - ἀπὸ τῶν ὁποίων ποτῶν ὁ ἐκ τῆς σταφυλῆς ([[οἶνος]] [[ἀμπέλινος]]) ῥητῶς διακρίνεται, 2. 60. ΙΙ. ἡ τοῦ οἴνου ἀγορὰ (πρβλ. [[μύρον]] 2, [[ἰχθὺς]] ΙΙ), τρέχ’ ἐς τὸν [[οἶνον]] Ἀριστοφάν. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 75. (Κυρίως ϝοῖνος, ὡς δεικνύει τὸ [[μέτρον]] παρ’ Ὁμήρ. καὶ ὡς φέρεται ἐν Ἀλκαί. 39, διατηρηθὲν ἐν τῇ Λατ. vinum, vitis˙ [[οὕτως]] [[οἴνη]], [[οἰνάς]], [[οἰνάνθη]], [[οἴναρον]]˙ πρβλ. [[οἶσος]] [[ἰτέα]]). | |lstext='''οἶνος''': ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.), ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐζυμωμένος χυμὸς τῆς σταφυλῆς, τὸ κρασὶ (πρβλ. [[ἄμπελος]])· παρ’ Ὁμήρ. [[εἶναι]] [[μέλας]], (πρβλ. [[οἶνοψ]]), Ὀδ. Ε. 265., Ι. 196· ἢ [[ἐρυθρός]], Ε. 165., Ι. 163· ἐπαινεῖται δὲ ὡς σπινθηρίζων, [[αἶθοψ]], Ἰλ. Α. 462., Δ. 259· ὡς [[ἡδύς]], Ὀδ. Β. 350., Ι. 205· [[ἡδύποτος]] Ο. 507· μελιηδὴς Ἰλ. Δ. 346, κτλ.· [[μελίφρων]] Ζ. 264· ὡς [[παλαιός]], Ὀδ. Β. 340, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 74, Σιμωνίδ. 75· ([[οὕτως]] οἴνους παλαιοὺς εὐώδεις Ξεν. Ἀν. 4.4, 9)· ὡς φαιδρύνων τὸν ἄνθρωπον, ἐΰφρων, Ἰλ. Γ. 246· ὡς παρέχων ἰσχὺν καὶ ζωηρότητα, [[εὐήνωρ]], Ὀδ. Δ. 622. Οἱ παρ’ Ὁμήρῳ ἥρωες ἔπινον αὐτὸν μεμιγμένον μεθ’ ὕδατος, [[οἶνον]] ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρι κέρωνται Ἰλ. Δ. 259· ([[ἐντεῦθεν]] [[κρητήρ]], τὸ [[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ ἐγίνετο ἡ [[μῖξις]])· καὶ ἡ [[συνήθεια]] αὕτη διέμεινε μετὰ [[ταῦτα]], πρβλ. Ἡρόδ. 6. 84 (ἴδε ἐν λ. [[ἴσος]] Ι. ἐν τέλ., [[ἄκρατος]], [[Πράμνιος]])· - μετὰ προθέσεων, ἐν οἴνῳ, ἐν πότῳ, inter pocula, Ἀριστοφ. Λυσ. 1227, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 36, Πλούτ.· παρ’ οἴνῳ Σοφ. Ο. Τ. 780· παρ’ [[οἶνον]] Πλούτ. 2. 143C· μετὰ παιδιᾶς καὶ οἴνου Θουκ. 6.28· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., ἡ ἐν οἴνοις διατριβὴ Πλάτ. Νόμ. 641C, 645C· - πληθ. [[ὡσαύτως]], οἶνοι, Λατ. vina, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Πολ. 573Α, κ. ἀλλ.· - [[οἶνος]] [[δωδεκάδραχμος]], οὗ ὁ [[πίθος]] τιμᾶται [[δώδεκα]] δραχμῶν, Δημ. 1045.5· - παροιμ., [[οἶνος]] τὸ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 11· [[οἶνος]] καὶ [[ἀλήθεια]], in vino veritas, Παροιμιογρ.· - [[οἶνος]] [[συχνάκις]] παραλείπεται, πίνειν πολὺν (ἐξυπ. [[οἶνον]]) Εὐρ. Κύκλ. 569, πρβλ. Θεόκρ. 18. 11· [[μάλιστα]] μετὰ τοπικῶν ὀνομάτων, ὁ Πράμνιος, ὁ Βύβλινος, κτλ., ὡς λέγεται παρ’ Ἄγγλοις «Port, Sherry, Rhenish» - Ὡς δὲ καὶ παρὰ τοῖς [[σήμερον]] Ἕλλησι παρεσκευάζετο διὰ ῥητίνης ἵνα, ὡς ἐνόμιζον, διατηρῆται [[κάλλιον]], Πλούτ. 2. 676C, πρβλ. Plin. H. N. 16. 22., 14. 25. 2) [[οἶνος]] ἐξ ἄλλων καρπῶν, [[οἶνος]] ἐκ κριθῶν, [[εἶδος]] ζύθου, Ἡρόδ. 2. 77˙ [[ὡσαύτως]] ἐκ φοινίκων ([[οἶνος]] φοινικήιος) ἀπαντᾷ ἐν 1. 193., 2. 86˙ ἐκ λωτοῦ, 4. 177, κτλ.˙ - ἀπὸ τῶν ὁποίων ποτῶν ὁ ἐκ τῆς σταφυλῆς ([[οἶνος]] [[ἀμπέλινος]]) ῥητῶς διακρίνεται, 2. 60. ΙΙ. ἡ τοῦ οἴνου ἀγορὰ (πρβλ. [[μύρον]] 2, [[ἰχθὺς]] ΙΙ), τρέχ’ ἐς τὸν [[οἶνον]] Ἀριστοφάν. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 75. (Κυρίως ϝοῖνος, ὡς δεικνύει τὸ [[μέτρον]] παρ’ Ὁμήρ. καὶ ὡς φέρεται ἐν Ἀλκαί. 39, διατηρηθὲν ἐν τῇ Λατ. vinum, vitis˙ [[οὕτως]] [[οἴνη]], [[οἰνάς]], [[οἰνάνθη]], [[οἴναρον]]˙ πρβλ. [[οἶσος]] [[ἰτέα]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |