ἡνία: Difference between revisions

12 bytes removed ,  6 December 2022
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ων ([[τά]]) :<br />v. [[ἡνίον]].<br /><span class="bld">2</span>ας (ἡ) :<br />bride, rêne : ἡνίας [[ἐπισχεῖν]] SOPH retenir les rênes ; ἐφ’ ἡνίαν, de droite à gauche, sur la gauche ; <i>fig.</i> [[τὰς]] ἡνίας τινὶ ἀνιέναι PLUT lâcher la bride à qqn <i>ou</i> à qch.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. douteuse.
|btext=<span class="bld">1</span>ων ([[τά]]) :<br />v. [[ἡνίον]].<br /><span class="bld">2</span>ας (ἡ) :<br />bride, rêne : ἡνίας [[ἐπισχεῖν]] SOPH retenir les rênes ; ἐφ’ ἡνίαν, de droite à gauche, sur la gauche ; <i>fig.</i> τὰς ἡνίας τινὶ ἀνιέναι PLUT lâcher la bride à qqn <i>ou</i> à qch.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. douteuse.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡνία:''' -ίων, τά, [[ηνία]], χαλινάρια, σε Όμηρ., Ησίοδ., Πίνδ.<br /><b class="num">• [[ἡνία]]:</b> Δωρ. [[ἁνία]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ηνία]] (στην [[ιππασία]]), χαλινάρια (στην [[οδήγηση]] άρματος)· όπως τα ομηρικά [[ἡνία]](<i>τά</i>), απαντά [[κυρίως]] στον πληθ., σε Πίνδ. κ.λπ.· <i>πρὸςἡνίας μάχεσθαι</i>, σε Αισχύλ.· στον ενικ., <i>ἐπισχὼν ἡνίαν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφορ., χαλάσαι [[τὰς]] ἡνίας τοῖς λόγοις, <i>δεν</i> [[βάζω]] στα [[λόγια]] μου χαλινάρια, σε Πλάτ.· τῆς Πυκνὸς [[τὰς]] ἡνίας παραδοῦναί τινι, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> ως [[στρατιωτικός]] όρος, <i>ἐφ' ἡνίαν</i>, προς τα αριστερά, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἡνία:''' -ίων, τά, [[ηνία]], χαλινάρια, σε Όμηρ., Ησίοδ., Πίνδ.<br /><b class="num">• [[ἡνία]]:</b> Δωρ. [[ἁνία]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ηνία]] (στην [[ιππασία]]), χαλινάρια (στην [[οδήγηση]] άρματος)· όπως τα ομηρικά [[ἡνία]](<i>τά</i>), απαντά [[κυρίως]] στον πληθ., σε Πίνδ. κ.λπ.· <i>πρὸςἡνίας μάχεσθαι</i>, σε Αισχύλ.· στον ενικ., <i>ἐπισχὼν ἡνίαν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφορ., χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις, <i>δεν</i> [[βάζω]] στα [[λόγια]] μου χαλινάρια, σε Πλάτ.· τῆς Πυκνὸς τὰς ἡνίας παραδοῦναί τινι, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> ως [[στρατιωτικός]] όρος, <i>ἐφ' ἡνίαν</i>, προς τα αριστερά, σε Πλούτ.
}}
}}
{{etym
{{etym