3,274,313
edits
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτρεκής''': -ές, (ἴδε [[τρέπω]])· [[πραγματικός]], [[ἀληθής]], ἀτρεκὲς αἷμ’ [[ἔσσευα]] βαλὼν Ἰλ. Ε. 208. 2) [[ἀκριβής]], [[ἀλάθεια]], καιρὸς Πινδ. Ν. 5. 31, Π. 8. 9· [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] Ἡρόδ. 7. 187· βιότου ἀτρ. ἐπιτηδεύσεις Εὐρ. Ἱππ. 261, [[ἔνθα]] ἴδ. Monk: ― [[τὸ ἀτρεκές]] = [[ἀτρέκεια]], φράσαι, εἶπαι τὸ ἀτρ. Ἡρόδ. 5. 9., 7. 60· τὸ ἀτρεκέστερον τούτων ὁ αὐτ. 5. 54· τὸ ἀτρεκέστατον [[αὐτόθι]] 214, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12· ― σπανίως ἐπὶ προσώπ., [[ἀκριβής]], [[αὐστηρός]], Πινδ. Ο. 3. 21, πρβλ. [[ἀτρέκεια]] ΙΙ. 3) [[βέβαιος]], [[ἀσφαλής]], ποδὶ ἀτρεκέϊ ὁ αὐτ. Ν. 3. 72· ἀτρ. [[δόξα]] Εὐρ. Ἱππ. 1114. ΙΙ. Ἐξαιρουμένου τοῦ μνημονευθέντος χωρίου ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. ἀτρεκέως, τὸ πλεῖστον μετὰ τῶν ῥημάτων ἀγορεύειν, καταλέξαι, Ἰλ. Β. 10, Ὀδ. Α. 169, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἀτρ. μαντεύσομαι Ρ. 154· ἀτρεκέως ἔφρασεν Ἐπιτάφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 380· ἀτρ. ὀλίγοι Θέογν. 636· συχν. καὶ παρ’ Ἡρόδ., ἀτρ. εἶπαι Α. 57, κ. ἀλλ.· εἰδέναι 1. 209· κ. ἀλλ.· ἐπίστασθαι 3. 130· ἐκμαθεῖν 7. 10, 7· διακρίνειν 1. 172· διασημαίνειν 5. 86· φαίνειν 2. 49· ― Ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790· ἀποκαυλισθεῖσα, θραυσθεῖσα ἀκριβῶς εἰς τὸ [[μέσον]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραμηκέως. 2) [[ὡσαύτως]] οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., δεκὰς ἀτρεκές, ἀκριβῶς ἢ μόνον μία δεκὰς ἐξ’ αὐτῶν, Ὀδ. Π. 245· οὕτω, τὸ δ’ ἀτρεκὲς Θέογν. 167· ἐπ’ ἀτρεκὲς Συλλ. Ἐπιγρ. 1907. 12· ἀτρ. ἔφυγεν, πραγματικῶς, [[αὐτόθι]] 3685. Ἡ [[λέξις]] καὶ τὰ παράγωγα αὐτῆς [[εἶναι]] σπάνια παρ’ Ἀττ. (ἴδε ἀνωτ.), [[διότι]] ἀντ’ αὐτῆς μεταχειρίζονται τὸ ἀκριβὴς καὶ τὰ παράγωγα | |lstext='''ἀτρεκής''': -ές, (ἴδε [[τρέπω]])· [[πραγματικός]], [[ἀληθής]], ἀτρεκὲς αἷμ’ [[ἔσσευα]] βαλὼν Ἰλ. Ε. 208. 2) [[ἀκριβής]], [[ἀλάθεια]], καιρὸς Πινδ. Ν. 5. 31, Π. 8. 9· [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] Ἡρόδ. 7. 187· βιότου ἀτρ. ἐπιτηδεύσεις Εὐρ. Ἱππ. 261, [[ἔνθα]] ἴδ. Monk: ― [[τὸ ἀτρεκές]] = [[ἀτρέκεια]], φράσαι, εἶπαι τὸ ἀτρ. Ἡρόδ. 5. 9., 7. 60· τὸ ἀτρεκέστερον τούτων ὁ αὐτ. 5. 54· τὸ ἀτρεκέστατον [[αὐτόθι]] 214, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12· ― σπανίως ἐπὶ προσώπ., [[ἀκριβής]], [[αὐστηρός]], Πινδ. Ο. 3. 21, πρβλ. [[ἀτρέκεια]] ΙΙ. 3) [[βέβαιος]], [[ἀσφαλής]], ποδὶ ἀτρεκέϊ ὁ αὐτ. Ν. 3. 72· ἀτρ. [[δόξα]] Εὐρ. Ἱππ. 1114. ΙΙ. Ἐξαιρουμένου τοῦ μνημονευθέντος χωρίου ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. ἀτρεκέως, τὸ πλεῖστον μετὰ τῶν ῥημάτων ἀγορεύειν, καταλέξαι, Ἰλ. Β. 10, Ὀδ. Α. 169, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἀτρ. μαντεύσομαι Ρ. 154· ἀτρεκέως ἔφρασεν Ἐπιτάφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 380· ἀτρ. ὀλίγοι Θέογν. 636· συχν. καὶ παρ’ Ἡρόδ., ἀτρ. εἶπαι Α. 57, κ. ἀλλ.· εἰδέναι 1. 209· κ. ἀλλ.· ἐπίστασθαι 3. 130· ἐκμαθεῖν 7. 10, 7· διακρίνειν 1. 172· διασημαίνειν 5. 86· φαίνειν 2. 49· ― Ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790· ἀποκαυλισθεῖσα, θραυσθεῖσα ἀκριβῶς εἰς τὸ [[μέσον]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραμηκέως. 2) [[ὡσαύτως]] οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., δεκὰς ἀτρεκές, ἀκριβῶς ἢ μόνον μία δεκὰς ἐξ’ αὐτῶν, Ὀδ. Π. 245· οὕτω, τὸ δ’ ἀτρεκὲς Θέογν. 167· ἐπ’ ἀτρεκὲς Συλλ. Ἐπιγρ. 1907. 12· ἀτρ. ἔφυγεν, πραγματικῶς, [[αὐτόθι]] 3685. Ἡ [[λέξις]] καὶ τὰ παράγωγα αὐτῆς [[εἶναι]] σπάνια παρ’ Ἀττ. (ἴδε ἀνωτ.), [[διότι]] ἀντ’ αὐτῆς μεταχειρίζονται τὸ ἀκριβὴς καὶ τὰ παράγωγα αὐτοῦ. Συνήθης [[εἶναι]] ἡ [[χρῆσις]] αὐτῆς παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφ., [[μάλιστα]] παρ’ Ἱππ. καὶ Ἀρετ. καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς, ὡς π.χ. παρὰ Πολυβ. 1. 4, 9, Πλουτ., κλ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |