3,273,681
edits
mNo edit summary |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. στρατιωτίνα Ν θηλ. [[στρατιῶτις]], -ώτιδος, ΜΑ<br />[[απλός]] [[πολίτης]] που υπηρετεί στον Στρατό Ξηράς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικά) α) [[οπλίτης]] που δεν έχει κανένα βαθμό<br />β) (με ευρεία [[έννοια]]) [[κάθε]] [[μέλος]] του στρατού με οποιονδήποτε βαθμό, ο [[στρατιωτικός]]<br /><b>2.</b> [[πιόνι]] στο [[σκάκι]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[άτομο]] που υπερασπίζει ή αγωνίζεται σθεναρά για [[κάτι]], [[αγωνιστής]], [[πρόμαχος]] («[[στρατιώτης]] της παγκόσμιας ειρήνης»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ.</b> [[γυναίκα]] που υπηρετεί στον στρατό<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> (<i>οι</i>) <i>στρατιώτες</i><br />(στα βυζ. [[κείμενα]]) σώματα ενόπλων που [[μετά]] την [[άλωση]] της Κωνσταντινούπολης έδρασαν αυτόνομα και ανεξάρτητα ή στο [[πλευρό]] τών Βενετών [[εναντίον]] τών Τούρκων, [[ιδίως]] στην Πελοπόννησο και στα παράλια της Αδριατικής<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ.</b> [[σύζυγος]] στρατιώτη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ.</b>) [[είδος]] υδροχαρούς φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μισθοφόρος]]<br /><b>2.</b> [[οπλίτης]] που υπηρετούσε σε [[πλοίο]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> α) <b>ως επίθ.</b> στρατιωτική, πολεμική («στόλον... ἦραν, στρατιῶτιν ἀρωγήν», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ στρατιώτιδες</i><br />[[αλοιφή]] για τα μάτια<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «στρατιώτας καταλέγειν» — κατάτάξη στον στρατό<br />β) «[[στρατιώτης]] [[χιλιόφυλλος]]» — το [[φυτό]] αχίλλεια<br />γ) «[[λεχώ]] [[στρατιῶτις]]» — [[σύζυγος]] στρατιώτη<br />δ) «[[στρατιῶτις]] ναῦς» — [[πλοίο]] κατάλληλο για τη [[μεταφορά]] στρατιωτών, οπλιταγωγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατιά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώτης</i> / -<i>ῶτις</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. στρατιωτίνα Ν θηλ. [[στρατιῶτις]], -ώτιδος, ΜΑ<br />[[απλός]] [[πολίτης]] που υπηρετεί στον Στρατό Ξηράς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικά) α) [[οπλίτης]] που δεν έχει κανένα βαθμό<br />β) (με ευρεία [[έννοια]]) [[κάθε]] [[μέλος]] του στρατού με οποιονδήποτε βαθμό, ο [[στρατιωτικός]]<br /><b>2.</b> [[πιόνι]] στο [[σκάκι]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[άτομο]] που υπερασπίζει ή αγωνίζεται σθεναρά για [[κάτι]], [[αγωνιστής]], [[πρόμαχος]] («[[στρατιώτης]] της παγκόσμιας ειρήνης»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ.</b> [[γυναίκα]] που υπηρετεί στον στρατό<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> (<i>οι</i>) <i>στρατιώτες</i><br />(στα βυζ. [[κείμενα]]) σώματα ενόπλων που [[μετά]] την [[άλωση]] της Κωνσταντινούπολης έδρασαν αυτόνομα και ανεξάρτητα ή στο [[πλευρό]] τών Βενετών [[εναντίον]] τών Τούρκων, [[ιδίως]] στην Πελοπόννησο και στα παράλια της Αδριατικής<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ.</b> [[σύζυγος]] στρατιώτη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ.</b>) [[είδος]] υδροχαρούς φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μισθοφόρος]]<br /><b>2.</b> [[οπλίτης]] που υπηρετούσε σε [[πλοίο]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> α) <b>ως επίθ.</b> στρατιωτική, πολεμική («στόλον... ἦραν, στρατιῶτιν ἀρωγήν», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ στρατιώτιδες</i><br />[[αλοιφή]] για τα μάτια<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «στρατιώτας καταλέγειν» — κατάτάξη στον στρατό<br />β) «[[στρατιώτης]] [[χιλιόφυλλος]]» — το [[φυτό]] αχίλλεια<br />γ) «[[λεχώ]] [[στρατιῶτις]]» — [[σύζυγος]] στρατιώτη<br />δ) «[[στρατιῶτις]] ναῦς» — [[πλοίο]] κατάλληλο για τη [[μεταφορά]] στρατιωτών, οπλιταγωγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατιά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώτης</i> / -<i>ῶτις</i> (<b>πρβλ.</b> [[επαρχιώτης]], [[ἑστιῶτις]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |