φθείρω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φθαίρω]] ΜΑ, και αιολ. τ. [[φθέρρω]], και αρκαδ. τ. [[φθήρω]], Α<br />[[καταστρέφω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή [[χρήση]] (α. «αν [[φοράς]] [[συνεχώς]] το ίδιο [[παντελόνι]], θα το φθείρεις στο [[τέλος]]» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνή τους θ' ὑφάς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] πνευματική ή [[ηθική]] [[φθορά]], [[διαφθείρω]] («ὁμιλίαι κακαὶ φθείρουσιν ἤθη χρηστά», αρχ. γνωμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το μέσ.) <i>φθείρομαι</i><br /><b>μτφ.</b> α) [[χάνω]] σταδιακά το [[κύρος]] και την [[υπόληψη]] μου<br />β) (στην [[ποίηση]]) [[αδυνατίζω]] («τα [[τέκνα]] τριγύρου / φθαρμένα και μαύρα / σαν ίσκιους ονείρου», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[φονεύω]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με παρθένες) [[αποπλανώ]] ή [[ατιμάζω]]<br /><b>3.</b> [[διαφθείρω]] κάποιον με χρήματα ή με δώρα<br /><b>4.</b> [[αναμιγνύω]] [[μερικά]] [[σταθερά]] χρώματα με σκοπό την [[δημιουργία]] μιας χρωματικής παραλλαγής<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) (για ταξιδιώτες στη [[στεριά]] ή για ναυτικούς) [[περιπλανώμαι]]<br />β) [[περιπίπτω]] σε μια [[κατάσταση]] χειρότερη από αυτήν που ήμουν [[προηγουμένως]]<br />γ) <b>ιατρ.</b> [[υφίσταμαι]] [[διαταραχή]] («ἡ κοιλίη φθαρήσεται», Ιπποκρ.)<br />δ) (για [[γυναίκα]]) καθίσταμαι [[στείρα]] («χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους ὑμᾱς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (το β' εν. και πληθ. πρόσ. προστ. μέσ. ενεστ. ως [[κατάρα]]) <i>φθείρου</i>! και <i>φθείρεσθε</i>!<br />να χαθείς!, να χαθείτε!<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «φθείρομαί τινος» — απομακρύνομαι από κάποιον, [[εγκαταλείπω]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «φθείρομαι εἴς τι [ή [[πρός]] τι]»<br />(για φορτικούς ανθρώπους και για κόλακες) [[πέφτω]] ορμητικά [[πάνω]] σε κάποιον (<b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φθείρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φθερ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>g</i><sup>zw</sup><i>her</i>- «ρέω, χύνομαι, εξαφανίζομαι», με ηχηρό δασύ χειλοϋπερωικό <i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i>- (όπως φαίνεται και από την [[εναλλαγή]] αρκτικού <i>φθ</i>/<i>ψ</i>, <b>πρβλ.</b> τον διαλ. τ. [[ψείρει]], <b>βλ.</b> και [[φθάνω]], [[φθίνω]]) και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>kşarati</i> «ρέει, χύνεται, εξαφανίζεται», <i>kşara</i>- «[[νερό]]», αβεστ. <i>yžara</i><sup>i</sup><i>ti</i> «ρέει». Εκτός από την κύρια σημ., το ρ. [[φθείρω]] [[καθώς]] και ορισμένα σύνθ. (<b>πρβλ.</b> <i>συμφθείρομαι</i>) και παρ. (<b>πρβλ.</b> [[φθορά]]) εμφανίζουν μια ιδιαίτερη [[τεχνική]] σημ. «[[αναμιγνύω]] χρώματα», η οποία έχει προέλθει με μια σημασιολογική [[εξέλιξη]], που σημειώθηκε μόνο στην Ελληνική, από τη σημ. «[[φθείρω]], [[χαλώ]] την [[καθαρότητα]] τών χρωμάτων με την [[ανάμιξη]] τους». Οι διαλεκτικοί τ. [[φθήρω]] και [[φθέρρω]] έχουν προέλθει από τον τ. <i>φθερ</i>-<i>jω</i> με [[επένθεση]] του -<i>j</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>κτενjω</i> <span style="color: red;"><</span> ιων.-αττ. [[κτείνω]], αρκαδ. <i>κτήνω</i>, λεσβ. [[κτέννω]]), ενώ ο τ. [[φθαίρω]] έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>φθαρ</i>- του ρ. (<b>πρβλ.</b> [[κταίνω]]: [[κτείνω]]). Τέλος, από το ρ. [[φθείρω]] προέρχονται παρ. και σύνθ. τ. που εμφανίζουν τις μορφές <i>φθορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> <i>φθορ</i>-<i>ά</i>, <i>φθόρ</i>-<i>ος</i>, [[καθώς]] και τα σύνθ. σε -<i>φθορος</i>) και <i>φθαρ</i>-της συνεσταλμένης (<b>πρβλ.</b> <i>φθάρ</i>-<i>μα</i>, <i>φθαρ</i>-<i>τός</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φθαρτικός]], [[φθαρτός]], [[φθορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φθάρμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φθόρος]]·<b>μσν.</b> [[φθάρσις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φθαρμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[φθερσίβροτος]], [[φθερσιγενής]]. (Β' συνθετικό) [[διαφθείρω]], [[παραφθείρω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποφθείρω]], [[εκφθείρω]], [[καταφθείρω]], [[προφθείρω]], [[συμφθείρω]], [[υποφθείρω]]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φθαίρω]] ΜΑ, και αιολ. τ. [[φθέρρω]], και αρκαδ. τ. [[φθήρω]], Α<br />[[καταστρέφω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή [[χρήση]] (α. «αν [[φοράς]] [[συνεχώς]] το ίδιο [[παντελόνι]], θα το φθείρεις στο [[τέλος]]» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνή τους θ' ὑφάς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] πνευματική ή [[ηθική]] [[φθορά]], [[διαφθείρω]] («ὁμιλίαι κακαὶ φθείρουσιν ἤθη χρηστά», αρχ. γνωμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το μέσ.) <i>φθείρομαι</i><br /><b>μτφ.</b> α) [[χάνω]] σταδιακά το [[κύρος]] και την [[υπόληψη]] μου<br />β) (στην [[ποίηση]]) [[αδυνατίζω]] («τα [[τέκνα]] τριγύρου / φθαρμένα και μαύρα / σαν ίσκιους ονείρου», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[φονεύω]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με παρθένες) [[αποπλανώ]] ή [[ατιμάζω]]<br /><b>3.</b> [[διαφθείρω]] κάποιον με χρήματα ή με δώρα<br /><b>4.</b> [[αναμιγνύω]] [[μερικά]] [[σταθερά]] χρώματα με σκοπό την [[δημιουργία]] μιας χρωματικής παραλλαγής<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) (για ταξιδιώτες στη [[στεριά]] ή για ναυτικούς) [[περιπλανώμαι]]<br />β) [[περιπίπτω]] σε μια [[κατάσταση]] χειρότερη από αυτήν που ήμουν [[προηγουμένως]]<br />γ) <b>ιατρ.</b> [[υφίσταμαι]] [[διαταραχή]] («ἡ κοιλίη φθαρήσεται», Ιπποκρ.)<br />δ) (για [[γυναίκα]]) καθίσταμαι [[στείρα]] («χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους ὑμᾱς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (το β' εν. και πληθ. πρόσ. προστ. μέσ. ενεστ. ως [[κατάρα]]) <i>φθείρου</i>! και <i>φθείρεσθε</i>!<br />να χαθείς!, να χαθείτε!<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «φθείρομαί τινος» — απομακρύνομαι από κάποιον, [[εγκαταλείπω]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «φθείρομαι εἴς τι [ή [[πρός]] τι]»<br />(για φορτικούς ανθρώπους και για κόλακες) [[πέφτω]] ορμητικά [[πάνω]] σε κάποιον (<b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φθείρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φθερ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>g</i><sup>zw</sup><i>her</i>- «ρέω, χύνομαι, εξαφανίζομαι», με ηχηρό δασύ χειλοϋπερωικό <i>g</i><sup>zw</sup><i>h</i>- (όπως φαίνεται και από την [[εναλλαγή]] αρκτικού <i>φθ</i>/<i>ψ</i>, <b>πρβλ.</b> τον διαλ. τ. [[ψείρει]], <b>βλ.</b> και [[φθάνω]], [[φθίνω]]) και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>kşarati</i> «ρέει, χύνεται, εξαφανίζεται», <i>kşara</i>- «[[νερό]]», αβεστ. <i>yžara</i><sup>i</sup><i>ti</i> «ρέει». Εκτός από την κύρια σημ., το ρ. [[φθείρω]] [[καθώς]] και ορισμένα σύνθ. (<b>πρβλ.</b> <i>συμφθείρομαι</i>) και παρ. (<b>πρβλ.</b> [[φθορά]]) εμφανίζουν μια ιδιαίτερη [[τεχνική]] σημ. «[[αναμιγνύω]] χρώματα», η οποία έχει προέλθει με μια σημασιολογική [[εξέλιξη]], που σημειώθηκε μόνο στην Ελληνική, από τη σημ. «[[φθείρω]], [[χαλώ]] την [[καθαρότητα]] τών χρωμάτων με την [[ανάμιξη]] τους». Οι διαλεκτικοί τ. [[φθήρω]] και [[φθέρρω]] έχουν προέλθει από τον τ. <i>φθερ</i>-<i>jω</i> με [[επένθεση]] του -<i>j</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>κτενjω</i> <span style="color: red;"><</span> ιων.-αττ. [[κτείνω]], αρκαδ. <i>κτήνω</i>, λεσβ. [[κτέννω]]), ενώ ο τ. [[φθαίρω]] έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>φθαρ</i>- του ρ. (<b>πρβλ.</b> [[κταίνω]]: [[κτείνω]]). Τέλος, από το ρ. [[φθείρω]] προέρχονται παρ. και σύνθ. τ. που εμφανίζουν τις μορφές <i>φθορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> <i>φθορ</i>-<i>ά</i>, <i>φθόρ</i>-<i>ος</i>, [[καθώς]] και τα σύνθ. σε -<i>φθορος</i>) και <i>φθαρ</i>-της συνεσταλμένης ([[πρβλ]]. [[φθάρμα]], [[φθαρτός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φθαρτικός]], [[φθαρτός]], [[φθορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φθάρμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φθόρος]]·<b>μσν.</b> [[φθάρσις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φθαρμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[φθερσίβροτος]], [[φθερσιγενής]]. (Β' συνθετικό) [[διαφθείρω]], [[παραφθείρω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποφθείρω]], [[εκφθείρω]], [[καταφθείρω]], [[προφθείρω]], [[συμφθείρω]], [[υποφθείρω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm