συνεργός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]"
m (Text replacement - "Greek: συνάδελφος; Greenlandic: suleqat;" to "Greek: συνάδελφος; Ancient Greek: ἀδελπιός, ἀδελφειός, ἀδελφεός, ἀδελφιός, ἀδελφός, [[ἀδε...)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. , ]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συνεργός]], -όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α<br /><b>ως ουσ.</b> ο [[συμμέτοχος]] σε [[αδίκημα]], αυτός που βοηθάει κάποιον με [[πράξη]] βοηθητική στην [[προπαρασκευή]] ή στην [[τέλεση]] αδικήματος (α. «[[συνεργός]] σε φόνο» β. «τοῖς ἀδικοῦσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] [[μυών]] ή μυϊκών ομάδων, η [[συστολή]] τών οποίων συμβάλλει στην [[πραγματοποίηση]] της ίδιας κίνησης («συνεργοί μύες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεργάτης]], [[βοηθός]] (α. «θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί», ΚΔ.<br />β. «ὁ τοῦ θεοῦ [[φόβος]] τῆς ἀρετῆς [[συνεργός]]», Θεοδώρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συνεργάζεται με κάποιον, που συμβάλλει σε [[κάτι]] (α. «τῶν αἰτίων τὰ μὲν προκαταρκτικά, τὰ δὲ συνεκτικά, τὰ δὲ συνεργά, τὰ δὲ ὧν οὐκ [[ἄνευ]]», Κλήμ. Αλ.<br />β. «ξυνεργὸς ἀρετᾱς», <b>Ευρ.</b><br />γ. «τῆς ἀγάπης συνεργέ», Λίβ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[συντεχνίτης]], ο [[σύντροφος]] στην [[ίδια]] δουλειά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> / -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>εν</i>-<i>εργός</i>, <i>πάρ</i>-<i>εργος</i>].
|mltxt=-ή, -ό / [[συνεργός]], -όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α<br /><b>ως ουσ.</b> ο [[συμμέτοχος]] σε [[αδίκημα]], αυτός που βοηθάει κάποιον με [[πράξη]] βοηθητική στην [[προπαρασκευή]] ή στην [[τέλεση]] αδικήματος (α. «[[συνεργός]] σε φόνο» β. «τοῖς ἀδικοῦσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] [[μυών]] ή μυϊκών ομάδων, η [[συστολή]] τών οποίων συμβάλλει στην [[πραγματοποίηση]] της ίδιας κίνησης («συνεργοί μύες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεργάτης]], [[βοηθός]] (α. «θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί», ΚΔ.<br />β. «ὁ τοῦ θεοῦ [[φόβος]] τῆς ἀρετῆς [[συνεργός]]», Θεοδώρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συνεργάζεται με κάποιον, που συμβάλλει σε [[κάτι]] (α. «τῶν αἰτίων τὰ μὲν προκαταρκτικά, τὰ δὲ συνεκτικά, τὰ δὲ συνεργά, τὰ δὲ ὧν οὐκ [[ἄνευ]]», Κλήμ. Αλ.<br />β. «ξυνεργὸς ἀρετᾱς», <b>Ευρ.</b><br />γ. «τῆς ἀγάπης συνεργέ», Λίβ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[συντεχνίτης]], ο [[σύντροφος]] στην [[ίδια]] δουλειά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> / -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[ενεργός]], [[πάρεργος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm