3,274,216
edits
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νῆστις]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νήστιδα]].<br /> <b>(II)</b><br />ο, η (Α [[νῆστις]], γεν. -ιος και -ιδος)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν τρώει, [[νηστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[νηστεία]] («πνοαὶ δ' ἀπὸ Στρυμόνος μολοῦσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> (με σκωπτική σημ.) [[είδος]] λαίμαργου ψαριού του γένους τών κεστρέων, που ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] το [[στομάχι]] του ήταν [[πάντοτε]] άδειο (α. «διὰ τί [[νῆστις]] [[μόνος]] τῶν ἰχθύων ὁ κεστρεὺς καλεῖται», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἆρ' [[ἔνδον]] ἀνδρῶν κεστρέων [[ἀποικία]]; ὡς μὲν γάρ εἰσι νήστιδες γιγνώσκετε», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «νήστεις αἰκίαι, δύαι» — οι πόνοι της νηστείας<br />β) «[[νῆστις]] [[νόσος]]» ή «[[νῆστις]] [[λιμός]]» — ο [[λιμός]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. ([[νῆστις]] <span style="color: red;"><</span> <i>νη</i>-<i>εδ</i>-<i>τις</i>) με α' συνθετικό το στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- και β' συνθετικό το θ. <i>εδ</i>- του ρ. <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]» με συριστικοποίηση ([[τροπή]] σε -<i>σ</i>-) του -<i>δ</i>- προ του -<i>τ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ὠμ</i>-<i>ηστής</i>, [[ἐσθίω]]). Σχετικά με την κατάλ. -<i>τι</i>-<i>ς</i> έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[νῆστις]] [[είναι]] ουσιαστικοποιημένος τ. του γ' εν. προσώπου <i>νῆστι</i> «δεν τρώει» (<span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔδμι</i> «[[τρώω]]»). Κατ' άλλους, το [[επίθημα]] της λ. θα μπορούσε να παραβληθεί με τα επιθήματα τών <i>μάρπ</i>-<i>τις</i>, <i>μάν</i>-<i>τις</i> [[εξίσου]] αβέβαιης προέλευσης. Πιθανότερη, [[τέλος]], θεωρείται η [[άποψη]] ότι το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο <i>ἔδτις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]»), όν. δηλωτικό του δράστη ενέργειας του ρ. (<b>πρβλ.</b> [[νήστης]] [Ι])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[νῆστις]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νήστιδα]].<br /> <b>(II)</b><br />ο, η (Α [[νῆστις]], γεν. -ιος και -ιδος)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν τρώει, [[νηστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[νηστεία]] («πνοαὶ δ' ἀπὸ Στρυμόνος μολοῦσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> (με σκωπτική σημ.) [[είδος]] λαίμαργου ψαριού του γένους τών κεστρέων, που ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] το [[στομάχι]] του ήταν [[πάντοτε]] άδειο (α. «διὰ τί [[νῆστις]] [[μόνος]] τῶν ἰχθύων ὁ κεστρεὺς καλεῖται», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἆρ' [[ἔνδον]] ἀνδρῶν κεστρέων [[ἀποικία]]; ὡς μὲν γάρ εἰσι νήστιδες γιγνώσκετε», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «νήστεις αἰκίαι, δύαι» — οι πόνοι της νηστείας<br />β) «[[νῆστις]] [[νόσος]]» ή «[[νῆστις]] [[λιμός]]» — ο [[λιμός]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. ([[νῆστις]] <span style="color: red;"><</span> <i>νη</i>-<i>εδ</i>-<i>τις</i>) με α' συνθετικό το στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- και β' συνθετικό το θ. <i>εδ</i>- του ρ. <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]» με συριστικοποίηση ([[τροπή]] σε -<i>σ</i>-) του -<i>δ</i>- προ του -<i>τ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ὠμ</i>-<i>ηστής</i>, [[ἐσθίω]]). Σχετικά με την κατάλ. -<i>τι</i>-<i>ς</i> έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[νῆστις]] [[είναι]] ουσιαστικοποιημένος τ. του γ' εν. προσώπου <i>νῆστι</i> «δεν τρώει» (<span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔδμι</i> «[[τρώω]]»). Κατ' άλλους, το [[επίθημα]] της λ. θα μπορούσε να παραβληθεί με τα επιθήματα τών <i>μάρπ</i>-<i>τις</i>, <i>μάν</i>-<i>τις</i> [[εξίσου]] αβέβαιης προέλευσης. Πιθανότερη, [[τέλος]], θεωρείται η [[άποψη]] ότι το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο <i>ἔδτις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]»), όν. δηλωτικό του δράστη ενέργειας του ρ. (<b>πρβλ.</b> [[νήστης]] [Ι])]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[jejunum]]=== | |||
Arabic: صَائِم; Bengali: জেজুনাম; Catalan: jejú; Chinese Mandarin: 空腸/空肠; Dutch: [[nuchtere darm]]; Finnish: tyhjäsuoli; French: [[jéjunum]]; Galician: xexuno; German: [[Jejunum]], [[Leerdarm]]; Greek: [[νήστις]]; Ancient Greek: [[νῆστις]]; Hungarian: éhbél; Indonesian: jejunum, usus kosong; Irish: aoineán; Italian: [[digiuno]]; Japanese: 空腸; Korean: 공장(空腸); Kurdish Northern Kurdish: rûviya birçî; Polish: jelito czcze; Portuguese: [[jejuno]]; Russian: [[тощая кишка]]; Spanish: [[yeyuno]]; Tagalog: gitnang-isaw | |||
}} | }} |