ἀρεστός: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0349.png Seite 349]] beliebt, angenehm, Her. u. Folgde; zugethan, Xen. Mem. 3, 11, 10; τὸ ἀρεστόν, Beschluß, Decret, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0349.png Seite 349]] [[beliebt]], [[angenehm]], Her. u. Folgde; zugethan, Xen. Mem. 3, 11, 10; τὸ ἀρεστόν, [[Beschluß]], Decret, Sp.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[ἀρέσκω]]; [[agreeable]]; by [[implication]], [[fit]]: (things [[that]]) [[please]](-ing), [[reason]].
|strgr=from [[ἀρέσκω]]; [[agreeable]]; by [[implication]], [[fit]]: (things [[that]]) [[please]] ([[pleasing]]), [[reason]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρεστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἀρέσκω]], [[αρεστός]] (ό,τι και στη Ν.Ε.), [[ευπρόσδεκτος]], [[ευχάριστος]], αυτός που προκαλεί [[ευχαρίστηση]], [[ικανοποίηση]], σε Ηρόδ., Σοφ.· επίρρ., <i>ἑωυτῷἀρεστῶς</i>, σύμφωνα με ό,τι τον ευχαριστεί, όπως τον ικανοποιεί, όπως θέλει, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀρεστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἀρέσκω]], [[αρεστός]] (ό,τι και στη Ν.Ε.), [[ευπρόσδεκτος]], [[ευχάριστος]], αυτός που προκαλεί [[ευχαρίστηση]], [[ικανοποίηση]], σε Ηρόδ., Σοφ.· επίρρ., <i>ἑωυτῷ ἀρεστῶς</i>, σύμφωνα με ό,τι τον ευχαριστεί, όπως τον ικανοποιεί, όπως θέλει, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀρέσκω]]<br />[[acceptable]], [[pleasing]], Hdt., Soph. adv., ἑωυτῶι [[ἀρεστῶς]] [[quite]] to his own [[satisfaction]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[ἀρέσκω]]<br />[[acceptable]], [[pleasing]], Hdt., Soph. adv., ἑωυτῶι [[ἀρεστῶς]] = [[quite to his own satisfaction]], Hdt.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese