3,273,650
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πικρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική [[γεύση]] (α. «[[πικρός]] [[καφές]]» β. «πικρό [[χάπι]]» γ. «[[ὅταν]] δὲ τεύχῃ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἀπ' ὄμφακος πικρᾱς [[οἶνον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με την αφή) [[οξύς]], [[οδυνηρός]] (α. «[[τρεις]] μπάλες του ερίξανε, πικρές, φαρμακωμένες», δημ. [[τραγούδι]]<br />θ. «δεινῆς μοι ρομφαίας, τραῡμα πικρὸν διέδραμε», Μηναί)<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[οξύς]], [[δυσάρεστος]], [[διαπεραστικός]] (α. «πικρή [[σκουξιά]]» β. «φθόγγον πικρόν», <b>Ευρ.</b><br />γ. «πικρᾱς οἰμωγᾱς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που φέρνει [[πίκρα]], που προκαλεί [[θλίψη]], [[οδυνηρός]] (α. «πικρή 'ναι η φοβερώτατη του κόσμου [[ανεμοζάλη]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «προτιμώντες την πικράν ξενιτείαν», Κάλβ.<br />γ. «εἰ δὲ ζῆλον πικρὸν ἔχετε... ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν», ΚΔ<br />δ. «πικροὺς γάμους», <b>Ευρ.</b><br />ε. «πικρὰν τιμωρίαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για λόγους) [[κακός]], [[προσβλητικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[πικρά]]<br />φάρμακα με πικρή [[γεύση]] που διευκολύνουν την [[πέψη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πικρό [[άλας]]» — [[κοινή]] [[ονομασία]] του ένυδρου θειικού μαγνησίου<br />β) «πικρή [[σήψη]]» — διεργασία σήψης που καθιστά πικρή τη [[σάρκα]] του καρπού<br />γ) «πικρή [[πηγή]]» — ιαματική [[πηγή]] της οποίας το [[νερό]] περιέχει περισσότερο από ένα [[γραμμάριο]] ανά [[λίτρο]] διαλυμένων θειικών αλάτων νατρίου και μαγνησίου<br />δ) «πικρές ουσίες» — τα [[πικρά]], φυτικές ουσίες με φαρμακευτικές ιδιότητες<br />ε) «πικρό [[άλας]]<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] φυσικής προέλευσης ένυδρου θειικού μαγνησίου, γνωστού και ως [[άλας]] του Έψομ<br />στ) «πικρό [[κρεμμύδι]]» — το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[σκόροδον]] το συριγγοειδές [[φυτό]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]] (α. «[[κέρας]] πικρόν» β. «πικρὸν ὀϊστόν» γ. «πικρὰ βέλεμνα» δ. «πικρᾷ | |mltxt=-ή, -ό / [[πικρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική [[γεύση]] (α. «[[πικρός]] [[καφές]]» β. «πικρό [[χάπι]]» γ. «[[ὅταν]] δὲ τεύχῃ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἀπ' ὄμφακος πικρᾱς [[οἶνον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με την αφή) [[οξύς]], [[οδυνηρός]] (α. «[[τρεις]] μπάλες του ερίξανε, πικρές, φαρμακωμένες», δημ. [[τραγούδι]]<br />θ. «δεινῆς μοι ρομφαίας, τραῡμα πικρὸν διέδραμε», Μηναί)<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[οξύς]], [[δυσάρεστος]], [[διαπεραστικός]] (α. «πικρή [[σκουξιά]]» β. «φθόγγον πικρόν», <b>Ευρ.</b><br />γ. «πικρᾱς οἰμωγᾱς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που φέρνει [[πίκρα]], που προκαλεί [[θλίψη]], [[οδυνηρός]] (α. «πικρή 'ναι η φοβερώτατη του κόσμου [[ανεμοζάλη]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «προτιμώντες την πικράν ξενιτείαν», Κάλβ.<br />γ. «εἰ δὲ ζῆλον πικρὸν ἔχετε... ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν», ΚΔ<br />δ. «πικροὺς γάμους», <b>Ευρ.</b><br />ε. «πικρὰν τιμωρίαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για λόγους) [[κακός]], [[προσβλητικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[πικρά]]<br />φάρμακα με πικρή [[γεύση]] που διευκολύνουν την [[πέψη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πικρό [[άλας]]» — [[κοινή]] [[ονομασία]] του ένυδρου θειικού μαγνησίου<br />β) «πικρή [[σήψη]]» — διεργασία σήψης που καθιστά πικρή τη [[σάρκα]] του καρπού<br />γ) «πικρή [[πηγή]]» — ιαματική [[πηγή]] της οποίας το [[νερό]] περιέχει περισσότερο από ένα [[γραμμάριο]] ανά [[λίτρο]] διαλυμένων θειικών αλάτων νατρίου και μαγνησίου<br />δ) «πικρές ουσίες» — τα [[πικρά]], φυτικές ουσίες με φαρμακευτικές ιδιότητες<br />ε) «πικρό [[άλας]]<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] φυσικής προέλευσης ένυδρου θειικού μαγνησίου, γνωστού και ως [[άλας]] του Έψομ<br />στ) «πικρό [[κρεμμύδι]]» — το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[σκόροδον]] το συριγγοειδές [[φυτό]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]] (α. «[[κέρας]] πικρόν» β. «πικρὸν ὀϊστόν» γ. «πικρὰ βέλεμνα» δ. «πικρᾷ γλωχῖνι»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δυσμενής]], [[εχθρικός]] (α. «ἄθεον ἄνδρα καὶ τοκεῡσι πικρόν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἐόντος τοῦ Ἀστυάγεος πικροῦ ἐς τοὺς Μήδους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[οσμή]]) [[δυσάρεστος]], [[αψύς]] («πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλός... ὀδμήν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> πικραμένος, [[θλιμμένος]] («κἀνακωκύει πικρᾱς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αδυσώπητος]], [[σκληρός]] (α. «οὐδὲν πικρότερον τῆς ἀνάγκης ἔοικεν [[εἶναι]]», Αντιφ.<br />β. «[[ἀπαραίτητος]] ἦν καὶ πικρὸς [[δικαστής]]», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πικρώς]] / <i>πικρῶς</i> ΝΜΑ και [[πικρά]] Ν<br /><b>1.</b> με [[πίκρα]], με βαθύτατη [[θλίψη]] (Α. «έκλαψα [[πικρά]]» β. «καὶ ἐξελθὼν ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> με πικρό τρόπο, με [[σκληρότητα]], με [[αυστηρότητα]] (α. «μού μίλησε [[πικρά]]» β. «πικρῶς διέκειτο πρὸς τὸν Ἄρατον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[πίκρα]], με πικραμένη [[ψυχή]] («[[πικρά]] τον καταράστηκε»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[δυσκολία]]<br /><b>2.</b> με [[ακρίβεια]], με [[σχολαστικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>πικ</i>-<i>ρός</i>, με [[επίθημα]] -<i>ρος</i> ([[πρβλ]]. [[νεκρός]]) και σημ. «[[οξύς]], [[διαπεραστικός]]» [[οδυνηρός]]», ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>pik</i>- της ΙΕ ρίζας <i>peik</i>- με σημ. «[[σημειώνω]], [[χαράζω]], [[χρωματίζω]], [[μαρκάρω]], [[δείχνω]]» [[αλλά]] και «[[κεντώ]], [[τρυπώ]], [[κατατρώγω]], [[ερεθίζω]]» και αντιστοιχεί ακριβώς, ως [[προς]] τη [[μορφή]], με το αρχ. σλαβ. <i>pĭstrŭ</i> «[[παρδαλός]]». Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας ανάγεται το επίθ. [[ποικίλος]] με σημ. «[[πολύχρωμος]], [[παρδαλός]]» (<b>πρβλ.</b> και αρχ. ινδ. <i>pimšati</i> «[[κόβω]], [[διασκευάζω]], [[στολίζω]]», λιθουαν. <i>piĕšti</i> «[[ζωγραφίζω]], [[σημειώνω]]», αρχ. σλαβ. <i>pĭsati</i> «[[γράφω]]»). Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας, εξάλλου, ανάγεται πιθ. ο τ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «[[πεικόν]]<br /><i>πικρόν</i>, <i>πευκεδανόν</i>», ενώ στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] ο [[παράλληλος]] τ. με ηχηρό ουρανικό [[σύμφωνο]] [[πίγγαλος]] «[[είδος]] σαύρας» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pingo</i> «[[ζωγραφίζω]], [[ποικίλλω]]»). Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται, [[τέλος]], ο τ. <i>pikereu</i>, που αποδίδει πιθ. το ανθρωπωνύμιο <i>Πικρεύς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πικραίνω]], [[πικρία]], [[πικρίζω]], [[πικρίς]](-<i>ίδα</i>), [[πικρότης]](-<i>ότητα</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πικράς]], [[πικρίδιος]], [[πικρώ]], [[πικρώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πικράζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πικρίλα]], [[πικρούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>πικρ</i>[[ο]]. (Β' συνθετικό) [[άπικρος]], [[γλυκύπικρος]], [[κατάπικρος]], [[πολύπικρος]], [[υπόπικρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αρίπικρος</i>, [[βαθύπικρος]], [[διάπικρος]], [[έκπικρος]], [[έμπικρος]], [[επίπικρος]], [[εχέπικρος]], [[θελξίπικρος]], [[οξύπικρος]], [[παράπικρος]], [[υπέρπικρος]], [[φιλόπικρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλμυρόπικρος]], [[γλυκόπικρος]], <i>θεόπικρος</i>, <i>ξινόπικρος</i>, <i>ολόπικρος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |