3,274,399
edits
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σπυρίς]], - | |mltxt=η / [[σπυρίς]], -ίδος, ΝΜΑ, και [[σφυρίς]] Α<br />πλατύ [[καλάθι]] με ανοιχτό [[στόμιο]] για [[μεταφορά]] τροφίμων ή για [[ψάρεμα]], [[ζεμπίλι]], [[ψαροκόφινο]] (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ<br />β. «σφυρίδος δηνάρια [[πέντε]]», <b>επιγρ.</b><br />γ. «κατιεῖ σχοινίῳ [[σπυρίδα]] μεινὴν εἰς τὴν λίμνην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ειδικά φτειαγμένο [[καλάθι]] για τη [[μεταφορά]] χρημάτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀπὸ σπυρίδος δεῖπνον» — [[δείπνο]] στο οποίο [[καθένας]] φέρνει το [[φαγητό]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>σπυρ</i>-<i>ίς</i> με [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος, δηλωτικό οργάνων ([[πρβλ]]. [[γραφίς]], [[σκαφίς]]), εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] με φωνηεντισμό -<i>υρ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σπύραθος]], <i>αγυρις</i>) ΙΕ ρίζας <i>sper</i>- «[[πλέκω]]» (από όπου και τα [[σπείρα]], [[σπάρτον]]). Ο τ. [[σφυρίς]], με δασύ εκφραστικό [[σύμφωνο]] [[είναι]] [[δευτερογενής]] (<b>πρβλ.</b> [[σπόγγος]]: [[σφόγγος]]). Από τους τ. [[σπυρίς]] / [[σφυρίς]] έχει προέλθει στη Νέα Ελληνική το όνομα του ψαριού [[σφυρίδα]]]. | ||
}} | }} |