3,274,246
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρυθρόδᾰνον''': τό, τὸ «[[ῥιζάρι]]», Λατ. [[Rubia tinctorum]], [[Rubia tinctoria]], Διοσκ. 3. 150˙ [[ἐρυθρόδανος]], ἡ, Πλίν. 24. 56. | |lstext='''ἐρυθρόδᾰνον''': τό, τὸ «[[ῥιζάρι]]», Λατ. [[Rubia tinctorum]], [[Rubia tinctoria]], Διοσκ. 3. 150˙ [[ἐρυθρόδανος]], ἡ, Πλίν. 24. 56. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ερυθρόδανο]], το (AM [[ἐρυθρόδανον]] και [[ἐρευθέδανον]]<br />Α και [[ἐρυθρόδανος]], ἡ<br />Μ και [[ἐρυθρύδανον]], το)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ερυθρόδανο]] το βαφικό, [[ριζάρι]], της οικογένειας [[ρουβιίδες]], από τη [[ρίζα]] του οποίου έπαιρναν κόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]]<br /><b>2.</b> το κόκκινο [[χρώμα]] της ρίζας του φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δανον</i> ή -[[δανός]], το οποίο αποτελεί [[παρέκταση]] του ονοματικού επιθήματος -<i>δών</i>, -<i>δονος</i> ([[πρβλ]]. [[αλγηδών]], [[τερηδών]] <b>κ.ά.</b>)]. | |||
}} | }} |