ἐρυθρόδανον: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρυθρόδᾰνον''': τό, τὸ «[[ῥιζάρι]]», Λατ. [[Rubia tinctorum]], [[Rubia tinctoria]], Διοσκ. 3. 150˙ [[ἐρυθρόδανος]], ἡ, Πλίν. 24. 56.
|lstext='''ἐρυθρόδᾰνον''': τό, τὸ «[[ῥιζάρι]]», Λατ. [[Rubia tinctorum]], [[Rubia tinctoria]], Διοσκ. 3. 150˙ [[ἐρυθρόδανος]], ἡ, Πλίν. 24. 56.
}}
{{grml
|mltxt=[[ερυθρόδανο]], το (AM [[ἐρυθρόδανον]] και [[ἐρευθέδανον]]<br />Α και [[ἐρυθρόδανος]], ἡ<br />Μ και [[ἐρυθρύδανον]], το)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ερυθρόδανο]] το βαφικό, [[ριζάρι]], της οικογένειας [[ρουβιίδες]], από τη [[ρίζα]] του οποίου έπαιρναν κόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]]<br /><b>2.</b> το κόκκινο [[χρώμα]] της ρίζας του φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δανον</i> ή -[[δανός]], το οποίο αποτελεί [[παρέκταση]] του ονοματικού επιθήματος -<i>δών</i>, -<i>δονος</i> ([[πρβλ]]. [[αλγηδών]], [[τερηδών]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}