ἀπομαγδαλία: Difference between revisions

m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀπομαγδᾰλία) -ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ιά, -ιᾶς, ἡ Ar.<i>Eq</i>.415, Philostr.<i>VA</i> 7.23, Paus.Gr.α 134<br />[[miga de pan]] que se tiraba a los perros tras la comida ἀπομαγδαλιὰς (σιτούμενος) ὥσπερ κύων Ar.<i>Eq</i>.414, cf. 415, Ath.409d, λαβὼν ... ἀπομαγδαλίαν εἰς τὴν χεῖρα Plu.<i>Lyc</i>.12, εἰ τὰς ἀπομαγδαλίας ὡς κυσί τις παραρρίψειε Alciphr.3.8.2, cf. Paus.Gr.l.c., Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. [[migaja]] οὓς ἔδει μειλίττεσθαι (τοὺς συκοφάντας) τῇ ἀπομαγδαλιᾷ ταύτῃ Philostr.l.c.
|dgtxt=(ἀπομαγδᾰλία) -ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀπομαγδαλιά]], -ιᾶς, ἡ Ar.<i>Eq</i>.415, Philostr.<i>VA</i> 7.23, Paus.Gr.α 134<br />[[miga de pan]] que se tiraba a los perros tras la comida ἀπομαγδαλιὰς (σιτούμενος) ὥσπερ κύων Ar.<i>Eq</i>.414, cf. 415, Ath.409d, λαβὼν ... ἀπομαγδαλίαν εἰς τὴν χεῖρα Plu.<i>Lyc</i>.12, εἰ τὰς ἀπομαγδαλίας ὡς κυσί τις παραρρίψειε Alciphr.3.8.2, cf. Paus.Gr.l.c., Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. [[migaja]] οὓς ἔδει μειλίττεσθαι (τοὺς συκοφάντας) τῇ ἀπομαγδαλιᾷ ταύτῃ Philostr.l.c.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] ἡ, od. wohl richtiger [[ἀπομαγδαλία]] ([[ἀπομάσσω]]), bei Eusth. 1857, 12 [[ἀπομαγδαλίς]], ein Stück Brot, woran man sich bei Tische die fettigen Hände abwischte, welches dann den Hunden vorgeworfen wurde, Ar. Equ. 413 Plut. Lyc. 12; vgl. Ath. IX, 409 c Alciphr. 3, 44.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἀπομαγδαλιά]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />[[pâte qu'on roulait dans ses mains pour les nettoyer au sortir de table]], et qu'on jetait aux [[chien]]s.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπομάσσω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπομαγδᾰλία:''' и ἀπο-[[μαγδαλιά]] ἡ [[хлебный мякиш]] (для вытирания рук после обеда) Arph., Plut.
|elrutext='''ἀπομαγδᾰλία:''' и [[ἀπομαγδαλιά]] ἡ [[хлебный мякиш]] (для вытирания рук после обеда) Arph., Plut.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπομαγδαλία]] κ. [[ἀπομαγδαλιά]], η (AM [[ἀπομαγδαλίς]])<br />[[ψίχα]] ψωμιού με την οποία καθάριζαν τα χέρια τους [[μετά]] το [[δείπνο]] και την έριχναν στους σκύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>απομαγδαλιά</i>, όπως και το μτγν. [[μαγδαλιά]], σχηματίστηκε [[κατά]] τα [[αρμαλιά]], [[φυταλιά]] κ.ά., ως [[προς]] το [[επίθημα]]. Το -<i>δ</i>- του τ. δεν μπορεί να εξηγηθεί<br />πιθ. ο τ. προέρχεται από ένα επίρρ. <i>απομάγδην</i> και αυτό από το ρ. [[απομάσσω]] «[[σφουγγίζω]], [[καθαρίζω]] με [[σφουγγάρι]]»].
}}
}}
{{ls
{{ls