3,273,599
edits
(13_7_3b) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0014.png Seite 14]] (s. [[λήθω]]), fut. [[λήσω]], aor. ἔλαθον, [[λαθεῖν]], perf. λέληθα, 1) <b class="b2">verborgen sein, </b>sich verborgen halten, <b class="b2">unbemerkt bleiben</b>, theils absolut, τὸν δεδρακότ' [[εἴτε]] τις εἷς ὢν λέληθεν [[εἴτε]] πλειόνων μέτα Soph. O. R. 246; μὴ δόκει λεληθέναι Eur. Rhes. 940; Isocr. 1, 16; λανθάνειν ἐπειρᾶτο, Xen. Cyr. 6, 4, 3; ἔλαθόν τε καὶ ἔφθασαν προκαταλαβόντες, Thuc. 3, 112 u. A. – Häufiger c. accus. der Person, vor der man verborgen bleibt, λάθε δ' Ἕκτορα, Il. 22, 277, [[οὐδέ]] με λήσει, 23, 326; οὐδ' ἔλαθε σκοπόν, er blieb dem Späher nicht verborgen, entging ihm nicht, Pind. P. 3, 27; οὐκ ἔστι [[λαθεῖν]] ὄμματα φωτός Aesch. Ag. 770; u. in Prosa, Her. 8, 25 u. Folgde; – u. mit ὅτι, σὲ τοῦτο λανθάνει ὅτι, Plat. Parm. 128 c, λέληθέ σε, ὅτι –, Gorg. 508 a; im Ggstz von ὀξέως αἰσθάνεσθαι, Phaedr. 263 c; Xen. Hem. 3, 5, 24; auch περὶ τούτου λέληθε τὸ [[πλῆθος]], Hier. 2, 5, wie περὶ τοῦτο, Plat. Legg. X, 903 c. – Aehnlich ἐδόκεες θεοὺς λήσειν οἰα ἐμηχανῶ, du meintest, es werde den Göttern verborgen bleiben, was für Dinge du unternähmst, Her. 8, 106; vgl. Ar. Equ. 465. – Am gewöhnlichsten tritt ein partic. hinzu, das ausdrückend, was verborgen bleibt, wo man meist [[λανθάνω]] mit einem adv. heimlich, unvermerkt, unversehens, u. das partic. durch ein verb. finitum übersetzen kann, μή σε λάθῃσι κεῖσ' ἐξορμήσασα, daß sie nicht dir unbemerkt, ohne daß du es merkst. hervorbreche, Od. 12, 220. 13, 270 u. öser; οὐδ' ἔλαθ' Αἴπυτον κλέπτοισα, Pind. Ol. 6, 36; θεόν τι [[λαθέμεν]] ἔρδων 1, 64; μή με λάθῃ προσπεσών, daß er mich nicht unversehens üborsalle, Soph. Phil. 156, wie Eur. Heracl. 338; μὴ κατθανών σε [[σύγγονος]] λέληθ' ὅδε Or. 209; u. in Prosa, οὐδ' ἐλάνθανε τοὺς διαβεβηκότας [[ταῦτα]] πρήξας Her. 8, 25, es entging ihnen nicht, daß er dies that; Thuc. u. A.; ἔλαθον ἡμᾶς ἀποδράντες Xen. Cyr. 4, 2, 5; auch [[λανθάνω]] καὶ ἐμαυτὸν οἰόμενος, mir selbst unbewußt meine ich, Plat. Crat. 393 b; ἐλάνθανον αὑτοὺς ἐπὶ τῷ λόφῳ γενόμενοι, ohne daß sie es merkten, waren ste auf den Hügel gekommen, Xen. An. 6, 3, 22. – Auch ohne accus. so, λελήθασι μανθάνοντες, sie haben unvermerkt gelernt, Xen. Ath. 1, 19, λανθάνομεν ταὐτὰ ποιοῦντες Plat. Theaet. 164 c, wo man ἑαυτούς, ἡμᾶς αὐτούς ergänzen kann; vgl. noch δουλεύων λέληθας, du hast nicht gemerkt, daß du ein Sklave bist, Ar. Vesp. 517; λήσετε διαφθαρέντες, Plat. Gorg. 487 d. – 2) Med. λανθάνομαι, λήσομαι, dor. λασεύμεθα, Theocr. 4, 39 (aber λησόμενος ist pass. Soph. El. 1249), ἐλαθόμην, perf. λέλησμαι, ep. λέλασμαι, auch aor. p. [[λασθῆμεν]], Theocr. 2, 46, vor sich verborgen halten, <b class="b2">vergessen</b>, ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν, Il. 9, 537; [[μηδαμῶς]] λάθῃ, Aesch. Ch. 680. – Gew. c. gen., νόστου τε λαθέσθαι, Od. 9, 97, ἐφημοσύνης, 12, 227; ἀλκῆς, im Ggstz von μνήσασθαι, oft, wie Aesch. Suppl. 712; λελάσμεθα θούριδος ἀλκῆς, Il. 11, 313; auch = versäumen, unterlassen, 9, 537; τῶν [[πάρος]] λαθώμεθα Eur. Hel. 1233; u. fut., οὗ ποτ' οὐ λελήσεται, Alc. 198; κείνου λελῆσθαι, Soph. El. 342; μητέρων τε καὶ ἀδελφῶν λελῆσθαι, Plat. Phaedr. 252 a ff. das in Prosa üblichere ἐπιλανθάνομαι). – Bei Sp. auch = act., [[ὄφρα]] τοκῆας λήσομαι ἐντύνουσα ὑπόσχεσιν Ap. Rh. 3, 737; vgl. Arist. poet. 17 analyt. prior. 2, 19; λήσονται εἰς τὴν αὐτὴν ἐγκυλισθέντες ἀπορίαν S. Emp. adv. gramm. 108; ἧκον ἐς τὴν Αἴγυπτον ὡς δὴ [[ἐνταῦθα]] λησόμενοι τοὺς πολεμίους, Luc. de sacrit. 14. – 3) der aor. λέλαθον hat Il. 15, 60, [[ὄφρα]] λελάθῃ ὀδυνάων, factitive Bdtg, die Schmerzen vergessen lassen (vgl. [[ληθάνω]]), sonst = ἔλαθον, wie Ap. Rh. 3, 779, πῶς γάρ κεν ἐμοὺς λελάθοιμι τοκῆας φάρμακα μνησαμένη; vgl. Orph. Arg. 874. – Und im med., οὐδὲ [[σέθεν]] θεοὶ μάκαρες λελάθοντο, Il. 4, 127, λελαθέσθαι, 19, 136, [[μήτις]] μοι ἀπειλάων λελαθέσθω, 16, 200, u. öfter bei sp. D.; auch = act., μῆτιν συμφράσσασθαι [[ὅπως]] λελάθοιτο τεκοῦσα παῖδα φίλον Hes. Th. 471. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0014.png Seite 14]] (s. [[λήθω]]), fut. [[λήσω]], aor. ἔλαθον, [[λαθεῖν]], perf. λέληθα, 1) <b class="b2">verborgen sein, </b>sich verborgen halten, <b class="b2">unbemerkt bleiben</b>, theils absolut, τὸν δεδρακότ' [[εἴτε]] τις εἷς ὢν λέληθεν [[εἴτε]] πλειόνων μέτα Soph. O. R. 246; μὴ δόκει λεληθέναι Eur. Rhes. 940; Isocr. 1, 16; λανθάνειν ἐπειρᾶτο, Xen. Cyr. 6, 4, 3; ἔλαθόν τε καὶ ἔφθασαν προκαταλαβόντες, Thuc. 3, 112 u. A. – Häufiger c. accus. der Person, vor der man verborgen bleibt, λάθε δ' Ἕκτορα, Il. 22, 277, [[οὐδέ]] με λήσει, 23, 326; οὐδ' ἔλαθε σκοπόν, er blieb dem Späher nicht verborgen, entging ihm nicht, Pind. P. 3, 27; οὐκ ἔστι [[λαθεῖν]] ὄμματα φωτός Aesch. Ag. 770; u. in Prosa, Her. 8, 25 u. Folgde; – u. mit ὅτι, σὲ τοῦτο λανθάνει ὅτι, Plat. Parm. 128 c, λέληθέ σε, ὅτι –, Gorg. 508 a; im Ggstz von ὀξέως αἰσθάνεσθαι, Phaedr. 263 c; Xen. Hem. 3, 5, 24; auch περὶ τούτου λέληθε τὸ [[πλῆθος]], Hier. 2, 5, wie περὶ τοῦτο, Plat. Legg. X, 903 c. – Aehnlich ἐδόκεες θεοὺς λήσειν οἰα ἐμηχανῶ, du meintest, es werde den Göttern verborgen bleiben, was für Dinge du unternähmst, Her. 8, 106; vgl. Ar. Equ. 465. – Am gewöhnlichsten tritt ein partic. hinzu, das ausdrückend, was verborgen bleibt, wo man meist [[λανθάνω]] mit einem adv. heimlich, unvermerkt, unversehens, u. das partic. durch ein verb. finitum übersetzen kann, μή σε λάθῃσι κεῖσ' ἐξορμήσασα, daß sie nicht dir unbemerkt, ohne daß du es merkst. hervorbreche, Od. 12, 220. 13, 270 u. öser; οὐδ' ἔλαθ' Αἴπυτον κλέπτοισα, Pind. Ol. 6, 36; θεόν τι [[λαθέμεν]] ἔρδων 1, 64; μή με λάθῃ προσπεσών, daß er mich nicht unversehens üborsalle, Soph. Phil. 156, wie Eur. Heracl. 338; μὴ κατθανών σε [[σύγγονος]] λέληθ' ὅδε Or. 209; u. in Prosa, οὐδ' ἐλάνθανε τοὺς διαβεβηκότας [[ταῦτα]] πρήξας Her. 8, 25, es entging ihnen nicht, daß er dies that; Thuc. u. A.; ἔλαθον ἡμᾶς ἀποδράντες Xen. Cyr. 4, 2, 5; auch [[λανθάνω]] καὶ ἐμαυτὸν οἰόμενος, mir selbst unbewußt meine ich, Plat. Crat. 393 b; ἐλάνθανον αὑτοὺς ἐπὶ τῷ λόφῳ γενόμενοι, ohne daß sie es merkten, waren ste auf den Hügel gekommen, Xen. An. 6, 3, 22. – Auch ohne accus. so, λελήθασι μανθάνοντες, sie haben unvermerkt gelernt, Xen. Ath. 1, 19, λανθάνομεν ταὐτὰ ποιοῦντες Plat. Theaet. 164 c, wo man ἑαυτούς, ἡμᾶς αὐτούς ergänzen kann; vgl. noch δουλεύων λέληθας, du hast nicht gemerkt, daß du ein Sklave bist, Ar. Vesp. 517; λήσετε διαφθαρέντες, Plat. Gorg. 487 d. – 2) Med. λανθάνομαι, λήσομαι, dor. λασεύμεθα, Theocr. 4, 39 (aber λησόμενος ist pass. Soph. El. 1249), ἐλαθόμην, perf. λέλησμαι, ep. λέλασμαι, auch aor. p. [[λασθῆμεν]], Theocr. 2, 46, vor sich verborgen halten, <b class="b2">vergessen</b>, ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν, Il. 9, 537; [[μηδαμῶς]] λάθῃ, Aesch. Ch. 680. – Gew. c. gen., νόστου τε λαθέσθαι, Od. 9, 97, ἐφημοσύνης, 12, 227; ἀλκῆς, im Ggstz von μνήσασθαι, oft, wie Aesch. Suppl. 712; λελάσμεθα θούριδος ἀλκῆς, Il. 11, 313; auch = versäumen, unterlassen, 9, 537; τῶν [[πάρος]] λαθώμεθα Eur. Hel. 1233; u. fut., οὗ ποτ' οὐ λελήσεται, Alc. 198; κείνου λελῆσθαι, Soph. El. 342; μητέρων τε καὶ ἀδελφῶν λελῆσθαι, Plat. Phaedr. 252 a ff. das in Prosa üblichere ἐπιλανθάνομαι). – Bei Sp. auch = act., [[ὄφρα]] τοκῆας λήσομαι ἐντύνουσα ὑπόσχεσιν Ap. Rh. 3, 737; vgl. Arist. poet. 17 analyt. prior. 2, 19; λήσονται εἰς τὴν αὐτὴν ἐγκυλισθέντες ἀπορίαν S. Emp. adv. gramm. 108; ἧκον ἐς τὴν Αἴγυπτον ὡς δὴ [[ἐνταῦθα]] λησόμενοι τοὺς πολεμίους, Luc. de sacrit. 14. – 3) der aor. λέλαθον hat Il. 15, 60, [[ὄφρα]] λελάθῃ ὀδυνάων, factitive Bdtg, die Schmerzen vergessen lassen (vgl. [[ληθάνω]]), sonst = ἔλαθον, wie Ap. Rh. 3, 779, πῶς γάρ κεν ἐμοὺς λελάθοιμι τοκῆας φάρμακα μνησαμένη; vgl. Orph. Arg. 874. – Und im med., οὐδὲ [[σέθεν]] θεοὶ μάκαρες λελάθοντο, Il. 4, 127, λελαθέσθαι, 19, 136, [[μήτις]] μοι ἀπειλάων λελαθέσθω, 16, 200, u. öfter bei sp. D.; auch = act., μῆτιν συμφράσσασθαι [[ὅπως]] λελάθοιτο τεκοῦσα παῖδα φίλον Hes. Th. 471. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λανθάνω''': ([[διαφεύγω]] τὴν προσοχήν τινος), Πίνδ., Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] [[λήθω]] ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] ὁ συνήθως ἐν χρήσει ἐν τοῖς συνθέτοις ἐνεργητικὸς [[τύπος]] ἐξαιρουμένου μόνου τοῦ δια-[[λανθάνω]]), Ὅμ., Τραγ., Ξεν.· Δωρ. [[λάθω]] Σοφ.· ― παρατ. ἐλάνθανον Ὅμ., Ἀττ.· ἔληθον Ὅμ., Σοφ. Ἠλ. 1359· Ἐπικ. λῆθον Ἰλ. Ο. 461· Ἰων. λήθεσκεν Ω. 13· ― μέλλ. [[λήσω]] Ἰλ., Ἀττ.· Δωρ. λᾱσῶ· οὕτω (παρὰ μεταγεν. συγγραφ.) λήσομαι, ἴδε κατωτ. Γ. ΙΙ· ― ἀόρ. α΄ ἔλησα Νικ. Ἀλεξιφ. 280, (ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἐπέλησα, Ἀλκαῖ. ἐξέλᾱσα, ἐπὶ μεταβ. σημ.)· ἀόρ. β΄ ἔλᾰθον Ἰλ., Ἀττ.· (περὶ τοῦ λέλᾰθον, ἴδε κατωτ. Β)· ― πρκμ. λέληθα πρῶτον παρ’ Ἀττ.· ὑπερσ. ἐλελήθειν Θουκ. 8. 33, Λουκ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόν. 15, β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. ἐλελήθης, -θη, Ἀριστοφ. Ἱππ. 822, Νεφ. 380· Ἰων. [[ἐλελήθεε]] Ἡρόδ. 6. 79. Β. Μεταβατ. ἐνεργείας [[ληθάνω]] ([[κάμνω]] τινὰ νὰ λησμονήσῃ) ἀόρ. β΄ λέλᾰθον, ἴδε κατωτ. Β. Γ. Μέσ. καὶ Παθ. λανθάνομαι (λησμονῶ, ἴδε κατωτ. Γ), Ἀριστ. Ποιητ. 17, 1· λήθομαι Ἰλ., Τραγ., Δωρ. λάθομαι Πίνδ. Ἐπικ. παρατ. λανθανόμην Ὀδ.· ― μέλλ. λήσομαι Ὀδ., Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1· Δωρ. λᾱσεῦμαι Θεόκρ. 4. 39· [[ὡσαύτως]] λελήσομαι Εὐρ. Ἄλκ. 198· ― ἀόρ. α΄ ἐλησάμην μόνον παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., Μόσχ. 3. 63, Κόϊντ. Σμ. 3. 99., 12. 468, κλ.· [[ὡσαύτως]] ἐλήσθην, Δωρ. ἀπαρ. [[λασθῆμεν]] Θεόκρ. 2. 46, πρβλ. δια-· ― ἀόρ. β΄ ἐλᾰθόμην, Ἐπικ. λαθ-, Ὅμ., Τραγ., (τὰ σύνθετα καὶ παρὰ πεζογράφοις [[ὡσαύτως]] μετ’ Ἐπικ. ἀναδιπλασ.), λελάθοντο, κτλ. (ἴδε κατωτ. Γ)· ― [[λέλησμαι]] Σοφ., Πλάτ.· Ἐπικ. λέλασμαι, μετοχ. λελασμένος, κτλ.· πρβλ. [[ἐπιλήθω]]. (Ἐκ τῆς √ΛΑΘ, ὡς ἐν τοῖς λαθεῖν, λήθω, λήθη, λάθρα, λαθραῖος· πρβλ. Λατ. lat-eo, lat-ebra.) Α. Ἐν τοῖς πλείστοις τῶν ἐνεργ. χρόνων, [[διαφεύγω]] τὴν προσοχήν τινος, [[διαμένω]] [[ἄγνωστος]], [[ἀόρατος]], [[ἀπαρατήρητος]], [[συχνάκις]] μετ’ ἀρνήσ. ― Συντάσσεται: 1) μετ’ αἰτ. προσ. μόνον, [[διαφεύγω]] τὴν προσοχήν τινος, Λατ. latere aliquem, Ὅμ., κτλ· λάθε δ’ Ἕκτορα Ἰλ. Χ. 277· [[οὐδέ]] σε λήσει Ψ. 326· οὐ λῆθε Διὸς πυκινὸν νόον Ο. 461, πρβλ. Ὀδ. Λ. 102, κ. ἀλλ.· οὐκ ἔστι καθεῖν ὄμματα φωτὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 796· οὐ λάθει μ’ ὀργὰ Σοφ. Ἠλ. 222, πρβλ. Φιλ. 207· οὕτω, τουτὶ μ’ ἐλελήθει Ἀριστοφ. Νεφ. 380· ἀπροσ., περὶ τούτων λέληθε τὸ [[πλῆθος]], διέφυγε τὴν προσοχὴν τοῦ λαοῦ, Ξεν. Ἱέρων 2, 5· σὲ δὲ λέληθε περὶ τοῦτο Πλάτ. Νόμ. 903C. 2) συχνότατα [[μετὰ]] μετοχῆς, ὅτε συνήθως ἑρμηνεύεται ἡ μὲν μετοχὴ διὰ ῥήματος, τὸ δὲ [[λανθάνω]] δι’ ἐπιρρήματος, [[λεληθότως]], ἀπροσδοκήτως, ἀπαρατηρήτως, ἀοράτως, ἀγνώστως· καὶ τοῦτο ἤ, α) μετ’ αἰτ. προσ., ἄλλον τινὰ [[λήθω]] μαρνάμενος, δὲν βλέπομαι ὑπό τινος ἐνῷ [[μάχομαι]], δηλ. [[μάχομαι]] χωρὶς νὰ φαίνωμαι, Ἰλ. Ν. 273· πάντας ἐλάνθανε δάκρυα λείβων Ὀδ. Θ. 93, πρβλ. Μ. 17, 220., Τ. 88, κ. ἀλλ.· οὕτω Πινδ. Ο. 1. 104., 6. 69, Ἡρόδ. 8. 25· [[συχνάκις]] παρ’ Ἀττ., μὴ λάθῃ με προσπεσών, [[μήπως]] ἐπέλθῃ ἀπροσδοκήτως, Σοφ. Φ. 46, 156· λὴ λήσουσιν αὐτοὺς αἱ [[νῆες]]… ἀφορμηθεῖσαι, [[μήπως]] ἀποπλεύσωσι χωρὶς νὰ τὰς ἴδωσι, Θουκ. 8. 10· ― ἤ, β) [[ἄνευ]] αἰτ., φονέα ἐλάνθανε βόσκων, διέτρεφε τὸν φονέα, χωρὶς νά το γνωρίζῃ, Ἡρόδ. 1. 44· μὴ διαφθαρεὶς λάθῃ, [[μήπως]] καταστραφῇ χωρὶς νά το καταλάβῃ, Σοφ. Φ. 506· λέληθας ἐχθρὸς ὢν ὁ αὐτ. Ο. Τ. 415· δουλεύων λέληθας Ἀριστοφ. Σφ. 517· συνέβη δὲ ὑπερημέρῳ γενομένῳ λαθεῖν Δημ. 543. 10· ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς παραδείγμασιν ἡ αὐτοπαθὴς [[ἀντωνυμία]] δυνατὸν νὰ νοηθῇ ὡς καὶ προστίθεται [[μάλιστα]] [[ἐνίοτε]], λέληθεν αὑτὸν τοῖς ξυνοῦσιν ὢν βαρὺς Σοφ. Ἀποσπ. 90· ἕως σαυτὸν λάθῃς διαρραγεὶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 32, πρβλ. Νεφ. 242, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 22· ― [[ἐνίοτε]] [[ὅμως]] διάφορόν τι ἀντικείμενον [[δέον]] νὰ νοηθῇ ἐκ τῶν συμφραζομένων, βάλλοντες ἐλάνθανον (οὐχὶ ἑαυτούς, ἀλλὰ τοὺς Τρῶας) Ἰλ. Ν. 721· ἐλάνθανε [πάντας] ἔχων Ἡρόδ. 8. 5· μὴ λάθῃ [ἡμᾶς] [[φύγδα]] βὰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 256, πρβλ. Θουκ. 4. 133, κτλ. ― Ἔν τισιν ὀλίγοις παραδείγμασιν ἡ [[σύνταξις]] αὕτη ἀντιστρέφεται, καὶ τὸ λαθών, τίθεται κατὰ μετοχ., ἀπὸ τείχεος ἇλτο λαθὼν (ἀντὶ ἔλαθεν ἁλόμενος) Ἰλ. Μ. 390· ἣ... λήθουσά μ’ ἐξέπινες Σοφ. Ἀντ. 532· ― πρβλ. [[φθάνω]]. 3) σπανίως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μή σε λαθέτω ὑπερτιθέμεν, ἂς μή σε διαφύγῃ νά..., δηλ. μὴ λησμονήσῃς νά..., Πινδ. Π. 5. 30· ἔλαθεν αὐτὸν δοῦναι Πλουτ. Ἀριστείδ. 17· λέληθε Θεόδωρον [[εἶναι]] (ἀντὶ [[ὄντα]]), δὲν παρετηρήθη ὅτι [[εἶναι]]..., Παυσ. 9. 41, 1· [[οὕτως]], ἔλαθεν ἐμπεσεῖν (ἀντὶ ἐμπεσὼν) Αἰσώπ. 146. 4) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, [[οὐδέ]] με λήθεις, [[ὅττι]] θεῶν τίς σ’ ἦγε, οὐδὲ λανθάνεις με ὅτι σέ τις θεῶν ἤγαγε, Ἰλ. Ω. 563· [[οὐδέ]] ἑ λήθει, [[ὅππως]]... Ψ. 323· ἐδόκεες θεοὺς λήσειν οἷ’ ἐμηχανῶ, ἐνόμιζες ὅτι θὰ διέφευγες τὴν προσοχὴν τῶν θεῶν ὡς [[πρός]]..., Ἡρόδ. 8. 106· [[οὔκουν]] με... ἃ πράττει λανθάνει Ἀριστοφ. Ἱππ. 465· οὐ λανθάνεις με, ὅτι... Ξεν Ἀπομν. 3. 5, 24, πρβλ. Συμπ. 3, 6 καὶ 13· λ. τινά, ὡς..., εἰ... Πλάτ. Θεαίτ. 174Β. 5) ἀπολ., Σοφ. Τρ. 455, Θουκ. 1. 37, 69, κ. ἀλλ. Β. τὰ σύνθετα ῥήματα ἐκ-[[ληθάνω]], ἐπι-[[λήθω]], μετ’ ἀορ. α΄ ἐπέλησα (ἴδε τὰς λέξ.), λαμβάνουσι σημασίαν μεταβατικὴν ἐνεργείας, [[κάμνω]] τινὰ νὰ λησμονήσῃ τι, [[μετὰ]] γεν. πράγματος· τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] κεῖται οὕτω μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. μετ’ ἀναδιπλ. ἀορ. β΄ (πρβλ. [[λαγχάνω]] IV), [[ὄφρα]]... [[λελάθῃ]] ὀδυνάων, ἵνα... τὸν κάμῃ νὰ λησμονήσῃ τοὺς πόνους του, Ἰλ. Ο. 60· πόλιν τε τάνδε βαρυφρόνων λελάθοιτε συντυχιᾶν Ποιητὴς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 174· ― [[ἀλλά]], ΙΙ. παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., λέλαθον = ἔλαθον, Ἀπολλ. Ρόδ. Β΄, 226, Γ. 779, Ὀρφ. Ἀργ. 879. Γ. Μέσ. καὶ παθ., ἀφίνω τι νά με διαφύγῃ, λησμονῶ. 1) [[ἁπλῶς]], λησμονῶ κατ’ ἐνεστ. (ἀπολ.), σὺ δὲ λήθεαι Ἰλ. Λ. 790· [[μετὰ]] γεν., Κίρκης μὲν ἐφημοσύνης... λανθανόμην Ὀδ. Μ. 227, πρβλ. Πινδ. Ο. 8. 95· κατὰ μέλλ., οὔ ποτε λήσομαι αὐτῶν Ὀδ. Α. 308· [[ἄλγος]], οὗ ποτ’ οὐ λελήσεται Εὐρ. Ἄλκ. 198· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἀορ. β΄, ἀλκῆς λαθέσθαι, ἀντιθέτως πρὸς τὸ μνήσασθαι, Ἰλ. Λ. 313, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 731· νόστου τε λαθέσθαι Ὀδ. Ι. 97· πῶς ἄν... Ὀδυσῆος... λαθοίμην; Α. 65· οὕτω καὶ ἐν τῷ μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἀορ., οὐδὲ [[σέθεν]]... θεοὶ μάκαρες λελάθοντο Ἰλ. Δ. 127· μή τίς μοι ἀπειλάων λελαθέσθω Π. 200· οὐ δυνάμην λελαθέσθ’ Ἄτης Τ. 136· (ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. Θ. ὡς τὸ ἐνεργ., [[ὅπως]] λελάσοιτο τεκοῦσα, διὰ νὰ γεννήσῃ [[ἀπαρατήρητος]])· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., τῶν δὲ λέλασται Ἰλ. Ε. 834· ἐμεῖο λελασμένος Ψ. 69· κείνου λελῆσθαι Σοφ. Ἠλ. 342, Εὐρ., κτλ.· ἑταίρων πάντων λέλησται Πλάτ. Φαῖδρ. 252Α· ― [[μετὰ]] προτάσεως ἐξηρτημένης, λελασμένος ὅσσ’ [[ἐπεπόνθει]] Ὀδ. Ν. 92· ― [[ἅπαξ]] ὁ μέσ. μέλλ. κεῖται ἐπὶ [[κυρίως]] παθ. σημασ., οὔ ποτε λησόμενον [[οἷον]] ἔφυ κακόν, [[οὐδέποτε]] θὰ λησμονηθῇ, Σοφ. Ἠλ. 1249· πρβλ. [[ἐπιλανθάνω]]. 2) λησμονῶ ἐπίτηδες, [[παρέρχομαι]], ἢ λάθετ’ ἢ οὐκ ἐνόησεν, ἢ εἶχε κατὰ νοῦν νὰ προσενέγκῃ θυσίαν καὶ παρημέλησεν ἢ [[οὐδόλως]] διενοήθη τοιοῦτόν τι..., Ἰλ. Ι. 537· μαθοῦσιν αὐδῶ, κοὐ μαθοῦσι λήθομαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 39. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὁ μέσ. μέλλ. κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐνεργ., [[διαφεύγω]] τὴν προσοχήν, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 19, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 737, Λουκ. περὶ Θυσιῶν 14, Ἀλκίφρων 3. 52.· ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 486-489. | |||
}} | }} |