κατάκοπος: Difference between revisions

6_17
(13_3)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1355.png Seite 1355]] zerhauen, zerschnitten, – ermüdet, erschöpft, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D. Hal. 6, 29; ὑπὸ τῆς μάχης κατάκοποι τοῖς σώμασιν D. Sic. 13, 18, vgl. 17, 12; Plut. Arat. 8 u. öfter, wie a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1355.png Seite 1355]] zerhauen, zerschnitten, – ermüdet, erschöpft, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D. Hal. 6, 29; ὑπὸ τῆς μάχης κατάκοποι τοῖς σώμασιν D. Sic. 13, 18, vgl. 17, 12; Plut. Arat. 8 u. öfter, wie a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κατάκοπος''': -ον, κατακεκομμένος, «κομμένος», κουρασμένος, κεκοπιακώς, κεκμηκώς, [[κατάπονος]], πεπονημμένος, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς Διον. Ἁλ. 6. 29· ὑπὸ τῆς μάχης Διόδ. 13. 18· πρβλ. [[κόπος]]· καὶ ἐνεργ., σκληρὰ μὲν καὶ [[ἀντίτυπος]] (πᾶσα μεταφορὰ) [[κατάκοπος]], εὐφραίνει δὲ πραεῖα καὶ [[ἄλυπος]] Φιλόδ. περὶ Ρητορ. ἔκδ. Sudh. σ. 173, 17.
}}
}}